παράδειγμα
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
παραδείγματος, τό, (παραδείκνυμι)
A pattern, model: of an architect's model (or perhaps plan) of a building, Hdt.5.62, IG22.1668.95, 11(2).161 A43,75,203 B95, al. (Delos, iii B. C.); a sculptor's or painter's model, Pl.Ti.28c, R.500e, IG12.374.248, 22.1675.23 (pl.); of the divine exemplars after which earthly things are made, ἐν οὐρανῷ ἴσως π. ἀνάκειται Pl.R. 592b; of the Platonic ideas, opp. εἰκών, Arist.Metaph. 991a21, 1013a27 (later, copy, Πλάτων τὸν ὁρατὸν κόσμον γεγονέναι π. τοῦ νοητοῦ κόσμου Placit.2.6.4 (v.l. πρὸς παράδειγμα)).
2 precedent, example, παραδείγματα λαβεῖν παρά τινος Pl.Men.77b; ἐμὲ παράδειγμα ποιούμενος = makes me an example Id.Ap. 23b; παραδείγμασι χρῆσθαι Th.3.10; π. χρῆσθαί τινι copy one's example, And.4.22; τοῖς γεγενημένοις π. χρῆσθαι Lys.25.23; π. ἐξοίσετε Din. 1.107; π. καταλείπεσθαι Lycurg.9; δοῦναι παραδείγματα Pl.Lg.876e; ἐπὶ παραδείγματος = by way of example, Aeschin.1.177; παραδείγματος ἕνεκα Lys.22.20; παραδείγματα ἁμαρτημάτων And.3.32.
b sample, παραδείγματα νεκρῶν ξύλινα samples of mummies made of wood, Hdt. 2.86, cf. PSI5.485 (iii B. C.), PCair.Zen.445.9, 665.2 (iii B. C.).
3 lesson, warning, ἔχοντες παραδείγματα τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων Th.6.77; τὸ σὸν π. ἔχων S.OT1193 (lyr.); τοῖς ἄλλοις ἔσται π. ὕβρεως Ar. Th.670 (anap.); π. καθιστάναι Th.3.40; ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς π. ποιῆσαι D.19.101, cf. 343, 21.98; π. τοὺς Σύρους λαβέ Men. 544.1; π. τοῦ μὴ ἀδικεῖν Lys.27.5.
4 argument, proof from example, Th.1.2, etc., cf. Arist.APr.68b38, Rh.1356b3, 1402b14, 1418a3, Zeno Stoic.1.23; including παραβολή and λόγος, Arist.Rh.1393a 27.
5 in Law, leading case, precedent, Wilcken Chr.27.5 (ii A. D.).
II foil, contrast, τὰ γὰρ κακὰ π. τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ' ἔχει E.El.1085.
German (Pape)
[Seite 476] τό, Beweis, Beispiel, Muster, Vorbild; τὸ σόν τοι παράδειγμ' ἔχων, Soph. O. R. 1193; Eur. El. 1085; τὸ γὰρ παράδειγμα τῶν μανιῶν ἀκούετε, Ar. Pax 64; Her. 5, 62; νῦν μὲν παράδειγμα τοῖς πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀνδραγαθίας νομίζεσθε, Thuc. 3, 57; οἱ τῷ θείῳ παραδείγματι χρώμενοι ζωγράφοι, Plat. Rep. VI, 500 e; παραδείγματα τὰ παρεληλυθότα τῶν μελλόντων, Isocr. 1, 34; Lys. 22, 20. 27, 5 u. sonst; π. ποιεῖν τινα τοῖς ἄλλοις, Lycurg. 27, 150; Din. 1, 15; – ἔσται δ' ὁ λόγος ἐπὶ παραδείγματος, zum Beispiel, beispielsweise, Aesch. 1, 177. – Bei den Rhetoren nach Arist. rhet. ad Alex. 47 παράδειγμά ἐστι, πράξεις ὁμοῖαι γεγενημέναι καὶ ἐναντίαι ταῖς νῦν ὑφ' ἡμῶν λεγομέναις.
French (Bailly abrégé)
παραδείγματος (τό) :
modèle, exemple : παραδείγματι χρῆσθαι THC prendre un exemple ; ἐπὶ παραδείγματος ESCHN par exemple ; leçon.
Étymologie: παραδείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράδειγμα, παραδείγματος, τό [παραδείκνυμι] model:. τοῦ παραδείγματος κάλλιον fraaier dan het ontwerp Hdt. 5.62.3. voorbeeld, precedent:. δοῦναι παραδείγματα voorbeelden geven Plat. Lg. 876e. voorbeeld, les:. ζῶντα τοῖς λοιποῖς παράδειγμα ποιήσατε stelt u hem bij leven tot voorbeeld aan de andere (boosdoeners) Dem. 19.101. voorbeeld (als bewijsmiddel):. παράδειγμα... ἐπαγωγὴν ῥητορικήν “voorbeeld” (noem ik) de retorische inductie Aristot. Rh. 1356b3.
Russian (Dvoretsky)
παράδειγμα: παραδείγματος τό
1 образец, модель (sc. τοῦ νηοῦ Her.; τῷ παραδείγματι χρῆσθαι Plat.): πρὸς τὸ π. ἀπεργάζεσθαί τι Plat. отделывать что-л. согласно образцу; τὸ εἶδος καὶ τὸ π. Plat. форма и прообраз;
2 пример: παραδείγματος ἕνεκα τῶν μελλόντων Lys. в качестве примера на будущее; τινὰ π. ποιεῖσθαι Plat. брать кого-л. в качестве примера; ἐπὶ παραδείγματος Aeschin. для примера, например;
3 наглядное подтверждение, доказательство (τοῦ λόγου Thuc.);
4 поучительный пример, урок (τοῖς πρότερον γεγενημένοις παραδείγμασι χρῆσθαι Lys.): τὸ π. τοῦ μὴ ἀδικεῖν Lys. пример, удерживающий от преступлений; τὸ σὸν π. ἔχων Soph. имея (перед глазами) твой пример;
5 подобие, изображение (παραδείγματα νεκρῶν ξύλινα Her.).
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραδείκνυμι
1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.)
2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ' ἐκεῖ Ἑλλήνων ὡς ἐδουλώθησαν», Θουκ.)
3. λογικό επιχείρημα που συνάγεται από κάποιο γεγονός και χρησιμεύει για απόδειξη
4. απόδειξη, δείγμα
5. φρ. «επί παραδείγματι» ή «ἐπὶ παραδείγματος» ή «παραδείγματος χάριν» ή «παραδείγματος εἵνεκα» και συνήθως εν συντομία «π.χ.» — για να αναφέρουμε σχετική περίπτωση, για απόδειξη, για επιβεβαίωση
νεοελλ.
περίπτωση γενικής αρχής, νόμου, κανόνα κ.λπ («παράδειγμα συνηρημένου ρήματος σε -άω είναι το τιμάω, -ώ)
2. (παιδαγ.) μέθοδος διδασκαλίας που γίνεται με εποπτικά μέσα και, γενικά, διά ζώντος παραδείγματος αντί για θεωρητική έκθεση ηθικών αρχών
νεοελλ.-μσν.
περίπτωση γεγονότος ή ανθρώπου άξια προσοχής για νουθεσία («τοῦ μοναχοῦ, τοῦ φλυάρου φοβείτω τὸ παράδειγμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. θείο πρότυπο ή αρχέτυπο, σύμφωνα με το οποίο έχει πλαστεί ο γήινος κόσμος
2. ιδιαίτερα, ο όρος αναφέρεται στις πλατωνικές ιδέες, σε αντιδαστολή προς τον όρο εικών, που δηλώνει το ωχρό απείκασμα της ιδέας
3. αντίγραφο, αναπαράσταση
4. ομοίωμα
5. α) (στη γλυπτική) το πρόπλασμα
β) (στην ζωγραφική) το πρότυπο, το μοντέλο
γ) (στην αρχιτεκτονική), το πρόπλασμα, το πρότυπο και, πιθανώς, το σχέδιο
6. (στον Αριστοτέλη) επιχείρημα, απόδειξη που συνάγεται είτε από υπόθεση θεμελιωμένη στην παρατήρηση, στο πραγματικό γεγονός (παραβολή) είτε σε πλαστό, επινοημένο γεγονός (λόγος)
7. (για νόμο) αυτός που λειτουργεί ως προηγούμενο, ως πρότυπο.
Greek Monotonic
παράδειγμα: παραδείγματος, τό (παραδείκνυμι)·
I. 1. υπόδειγμα ή σχέδιο κάποιου πράγματος, υπόδειγμα του πράγματος που πρέπει να υλοποιηθεί, Λατ. exemplar, σχέδιο οικοδομής αρχιτέκτονα, σε Ηρόδ.· σχέδιο γλύπτη ή ζωγράφου, σε Πλάτ.
2. τύπος, παράδειγμα, σε Θουκ., Πλάτ.· ἐπὶ παραδείγματος, με την ευκαιρία του παραδείγματος, σε Αισχίν.
3. παράδειγμα, δηλ. δίδαγμα ή προειδοποίηση, παράδειγμα ἔχειν τινός, παίρνω μάθημα από κάποιον άλλο, σε Θουκ.· τὸ σὸν παράδειγμα ἔχων, σε Σοφ.· ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς παράδειγμα ποιεῖν, σε Δημ.
4. επιχείρημα, απόδειξη μέσω παραδείγματος, σε Θουκ.
II. ομοίωμα ή εικόνα υπαρκτού πράγματος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
παράδειγμα: τό, (παραδείκνυμι) ὑπόδειγμα, σχέδιον, Λατ. exemplar, σχέδιον οἰκοδομῆς ἀρχιτέκτονος, νηὸν ἐξεργάσαντο τοῦ παραδείγματος κάλλιον Ἡρόδ. 5. 62· πρόπλασμα γλύπτου ἢ πρότυπον ζωγράφου, Πλάτ. Τίμ. 28C, Πολ. 500Ε· ἐπὶ τῶν θείων ἀρχετύπων ἢ ὑποδειγμάτων πρὸς ἃ ἅπαντα τὰ ἐπίγεια πράγματα ἔχουσι πλασθῆ, ἐν οὐρανῷ ἴσως π. ἀνάκειται αὐτόθι 592Β· οὕτω παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰκών, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 12, πρβλ. 4. 2, 1· ἐντεῦθεν, 2) παράδειγμα, καθόλου, τύπος, ὑπογραμμός, π. λαβεῖν παρά τινος Πλάτ. Μένων 77Β· ἐμὲ π. ποιούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23Α· παραδείγματι χρῆσθαι Θουκ. 3. 10· ἀλλά, παρ. χρῆσθαί τινι, ἀκολουθεῖν τὸ παράδειγμά τινος, Ἀνδοκ. 32. 4· τοῖς γεγενημένοις π. χρῆσθαι Λυσ. 173. 31· π. ἐκφέρειν, καταλείπεσθαι Δείναρχος 103. 38, Λυκοῦργ. 149. 5· π. διδόναι Πλάτ. Νόμ. 876Ε· ἐπὶ παραδείγματος, ἐν παραδείγματι, Αἰσχίν. 25. 16· οὕτω, παραδείγματος εἵνεκα Λυσ. 166. 8· παραδείγματα ἁμαρτημάτων Ἀνδοκ. 27. 32. 3) παράδειγμα, δηλ. μάθημα ἢ νουθεσία, π. ἔχειν τινός, διδάσκεσθαι ἔκ τινος, Θουκ. 6. 77· τὸ σὸν π. ἔχων Σοφ. Ο. Τ. 1193· τὰ γὰρ κακὰ π. τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ’ ἔχει Εὐρ. Ἠλ. 1085· τοῖς ἄλλοις ἔσται π. ὕβρεως Ἀριστοφ. Θεσμ. 670· π. τινα καθιστάναι Θουκ. 3. 40· ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς π. ποιεῖν Δημ. 373. 22., 451. 10, πρβλ. 546. 8· παράδειγμα τοὺς Σύρους λαβὲ Μένανδρος ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· π. τοῦ μὴ ἀδικεῖν, μάθημα, νουθεσία, συμβουλή, Λυσ. 178. 12, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἴδε παραδειγματίζω, -σμός. 4) ἐπιχείρημα λογικόν, ἀπόδειξις ἐκ παραδείγματος, Θουκ. 1. 2, κτλ.· περὶ τῆς ἐν τῇ λογικῇ χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 24· ― ἐν τῇ Ρητορ. 2. 20, 2, ὁ Ἀριστ. περιλαμβάνει ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο καὶ τὸ κυρίως παράδειγμα, ὅ ἐστιν ἱστορικὸν γεγονός, καὶ τὸ πλαστὸν παράδειγμα, δηλ. τὴν παραβολὴν καὶ τὸν λόγον (ὅ ἐστι μῦθον)· ἀλλὰ συνήθως περιορίζεται εἰς τὴν κοινὴν ἔννοιαν, αὐτόθι 1. 2, 8., 2. 25, 8., 3, 17, 5. 5) παρὰ τοῖς γραμματ., παράδειγμα κανόνος. ΙΙ. ὁμοίωμα ἢ εἰκὼν πράγματος ὑπάρχοντος, παραδείγματα νεκρῶν ξύλινα Ἡρόδ. 2. 86.
Middle Liddell
παράδειγμα, ατος, τό, παραδείκνυμι
I. a pattern or model of the thing to be executed, Lat. exemplar, an architect's plan, Hdt.; a sculptor's or painter's model, Plat.
2. a precedent, example, Thuc., Plat.; ἐπὶ παραδείγματος by way of example, Aeschin.
3. an example, i. e. a lesson or warning, π. ἔχειν τινός to take a lesson from another, Thuc.; τὸ σὸν π. ἔχων Soph.; ζῶντά τινα τοῖς λοιποῖς π. ποιεῖν Dem.
4. an argument, proof from example, Thuc.
II. the model or copy of an existing thing, Hdt.
English (Woodhouse)
example, lesson, model, pattern, sample, specimen, warning, case in point, example for imitation
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παραδείκνυμι → παρά + δείκνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό παράδειγμα: παραδειγματίζω, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, παραδειγματιστέον, παραδειγματιστής.
Lexicon Thucydideum
exemplum, example, 1.2.6, 2.37.1, 3.10.6, similiter similarly 3.11.6. 3.39.3, 3.40.8, 3.57.1, 3.67.6, 4.92.4, 5.90.1, 5.95.1, 6.77.1.
Translations
example
Afrikaans: voorbeeld; Albanian: shembull; Amharic: ምሳሌ; Arabic: مِثَال, مَثَل, أُمْثُولَة,; Hijazi Arabic: مِثَال, مَثَل; Armenian: օրինակ; Asturian: exemplu; Avar: мисал; Azerbaijani: misal, nümunə; Baluchi: مثال, نمونہ; Bashkir: миҫал; Basque: adibide; Belarusian: прыклад; Bengali: নমুনা; Bulgarian: пример; Burmese: နမူနာ, ပြယုဂ်; Catalan: exemple; Central Dusun: poomitanan; Cantonese: 例子; Mandarin: 例子, 例, 榜樣, 榜样; Crimean Tatar: misal; Czech: příklad; Danish: eksempel; Dutch: voorbeeld; Erzya: невтевкс, невтема, невтематешкс; Esperanto: ekzemplo; Estonian: näide; Finnish: esimerkki; French: exemple; Galician: exemplo; Georgian: მაგალითი; German: Beispiel, Exempel; Greek: παράδειγμα; Ancient Greek: παράδειγμα; Guaraní: tembiecharã; Hebrew: דֻּגְמָה; Hindi: नमूना, मिसाल, उदाहरण, निदर्शन; Hungarian: példa, példány; Icelandic: dæmi; Indonesian: misal, contoh; Interlingua: exemplo; Irish: sampla; Italian: esempio; Japanese: 例, 例え, 例題; Kamba: mfano; Kazakh: мысал; Khmer: ឧទាហរណ៍, តួយ៉ាង; Korean: 보기, 예(例), 례(例), 예시(例示), 례시(例示); Kurdish Central Kurdish: نمونە; Northern Kurdish: nimûne, mînak, mîsal; Kyrgyz: мисал; Lao: ຕົວຢ່າງ; Latin: exemplum, specimen; Latvian: piemērs, paraugs; Lithuanian: pavyzdys; Luhya: kumufano; Macedonian: пример; Malay: contoh, misal, uswah, teladan; Malayalam: ഉദാഹരണം; Minangkabau: contoh; Mongolian Cyrillic: жишээ; Northern Sami: ovdamearka; Norwegian Bokmål: eksempel; Nynorsk: eksempel, døme; Old English: bȳsn; Old Norse: dǿmi; Oromo: fakkeenya; Pashto: مثال, نمونه; Persian Classical Persian: مِثَال, نَمُونَه, نِمُونَه, نُمُونَه; Iranian Persian: مِثال, نِمونِه; Plautdietsch: Väabilt; Polish: przykład inan; Portuguese: exemplo; Punjabi: ਉਦਾਹਰਨ, ਮਿਸਾਲ; Romanian: exemplu, pildă; Russian: пример; Sanskrit: उदाहरण; Scots: ensaumple; Scottish Gaelic: eisimpleir; Semai: cuntoh; Serbo-Croatian Cyrillic: пример, примјер; Roman: prímer, prímjer; Silesian: bajszpil; Slovak: príklad; Slovene: primer, primerek; Sorbian Lower Sorbian: pśikład; Spanish: ejemplar, ejemplo; Sranan Tongo: eksempre; Swahili: mifano, mfano; Swedish: exempel; Tagalog: halimbawa; Tajik: мисол, намуна; Tamil: எடுத்துக்காட்டு; Tatar: мисал; Thai: ตัวอย่าง; Tigrinya: ኣብነት; Turkish: örnek; Ukrainian: приклад; Urdu: مِثال, نَمُونَہ; Uyghur: مىسلا; Uzbek: misol, namuna, masala; Vietnamese: ví dụ; Welsh: enghraifft; Yiddish: בײַשפּיל