διαβλαστάνω

Revision as of 22:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

sprout, Thphr.CP4.8.1, Plu.Crass.22.

Greek (Liddell-Scott)

διαβλαστάνω: μέλλ. -βλαστήσω, ἀναδίδω βλαστούς, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

poindre en germant, germer.
Étymologie: διά, βλαστάνω.

Spanish (DGE)

brotar, germinar ἃ καὶ σπειρόμενα διαβλαστάνει παραχρῆμα Thphr.CP 4.6.8, cf. 3.20.6, 4.8.1, HP 7.5.2
anat. ἀπὸ μιῆς πολλαὶ (φλέβες) διαβλαστάνουσαι brotando muchas venas a partir de una sola Hp.Oss.11
echar brotes ἐκείνη (φλέψ) δὲ ἀφ' ἑωυτῆς διέβλαστε Hp.Oss.16.

Russian (Dvoretsky)

διαβλαστάνω: прорастать, прозябать, давать всходы (πόα διαβλαστάνουσα Plut.).