βλαστάνω

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστάνω Medium diacritics: βλαστάνω Low diacritics: βλαστάνω Capitals: ΒΛΑΣΤΑΝΩ
Transliteration A: blastánō Transliteration B: blastanō Transliteration C: vlastano Beta Code: blasta/nw

English (LSJ)

S.OC611, etc. (later βλαστέω, Thphr.CP2.17.4(interpol. in A. Ch.589, corrupt in Pass.
A -ουμένη S.Fr.255.7)); Ion. impf. βλαστάνεσκε (v.l. βλάστεσκεν) Id.Fr.546: fut. βλαστήσω Thphr.HP 2.7.2, βλαστήσομαι Alex. Trall.12: aor. 2 ἔβλαστον S.Fr.341, etc.: aor. 1 ἐβλάστησα Emp.21.10, Hp.Nat.Puer.26, etc. (not in Att.): pf. βεβλάστηκα Id.Oss.12, Hellanic. 1 (b) J., Plu.2.684c; ἐβλάστηκα E.IA 594 (lyr.), Eup.329: plpf. ἐβεβλαστήκει Th.3.26:—bud, sprout, grow, prop. of plants, A. Th.594, S.OC697 (lyr.), Th.l.c., Ar.Nu.1124, etc.; ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν; S.Fr.341; εἰς ἴα σου... καὶ ἐς κρίνα βλαστήσειεν ὀστέα IG14.607 (Carales).
2 metaph.in Poets, shoot forth, come to light, βλάστε νᾶσος ἐξ ἁλός, of Rhodes, Pi.O.7.69; of children, to be born, Id.N.8.7; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in man's nature, S.Aj.761, cf. OT1376, El.440; ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε Id.Ant. 296; β. δ' ἀπιστία Id.OC611; μέγιστ' ἔβλαστε νόμιμα Id.El.1095 (lyr.); not common in Prose, Th. l.c., Pl.R.498b, Phdr.251b, Iamb.Myst.3.28.
II causal, make to grow, produce, propagate, in pres., Hp.Alim.54: metaph., β. χάριτες εὔνοιαν Aristeas 230: mostly aor.1 ἐβλάστησα A.R.1.1131; θεὸς… ἄμπελον ἐβλάστησεν Nonn. D. 36.356, cf. LXX Ge.1.11, Nu.17.8:—Pass., βλαστηθείς Ph.1.667.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. βλαστήσει Androt.81; aor. tem. ἔβλαστον Pi.N.8.7, Hdt.7.156, sin aum. βλάστε Pi.O.7.69, inf. βλαστεῖν S.El.422, part. βλαστών S.Ai.761, sigm. ἐβλάστησα Emp.B 57, Eu.Marc.4.27; perf. sin red. ἐβλάστηκα E.IA 594, Eup.358]
I intr.
1 brotar, germinar de plantas βλαστὸν φύτευμ' S.OC 697, cf. Th.3.26, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.2, Androt.l.c., Plu.2.684c, Eu.Matt.13.26, Eu.Marc.4.27
c. constr. de origen o dir. ἐκ δὲ τοῦδ' ... βλαστεῖν ... θαλλόν S.El.422, ἐς κρίνα βλαστήσειεν ὄστεα en un epitafio IG 14.607.1 (Cerdeña)
de miembros o partes del cuerpo brotar, crecer, ramificarse, desarrollarse κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν Emp.l.c., cf. Arist.GA 774b34, 789a5, σάρξ Hp.VC 17, βλαστάνον κύκλῳ de tegumentos, Pl.Ti.76a, de las alas del alma, Pl.Phdr.251b, ἐξ ἐγκεφάλου Gal.5.236, 530, ἀπ' αὐτῆς βεβλάστηκε φλέψ Hp.Oss.12.
2 brotar, nacer de pers. en condiciones especiales, como los guerreros nacidos de los dientes del dragón, S.Fr.341, E.HF 5, Eup.l.c., E.Io 267, Hellanic.1b, ἀπὸ χρυσέας γονᾶς E.Med.1256, cf. Fr.839.10, ἀντὶ πυρὸς γὰρ ἄλλο πῦρ μεῖζον ἐβλάστομεν γυναῖκες E.Fr.429, c. ac. int. ἀνθρώπου φύσιν βλαστών habiendo nacido con naturaleza de hombre S.Ai.761
gener. nacer ἔβλαστεν ... υἱός Pi.l.c., cf. S.Ant.563, 912, τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε S.El.440, cf. OT 1376, οὐδεὶς ἔξοχος ἄλλος ἔβλαστεν ἄλλου S.Fr.591.3, εἴ τι βλάστοι X.Lac.1.5, βλαστάνει τε καὶ ἀνδροῦται Pl.R.498b, cf. Nonn.Par.Eu.Io.16.21
nacer, proceder de c. ἐκ y gen. τὴν φύσιν ... ἐξ ἧς ἔβλαστες S.Ph.1311, cf. Ai.1305, Tr.401, ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν E.IT 3, cf. Ast.Am.Hom.1.9.5.
3 de otros animados y abstr. brotar, surgir c. ἐκ o ἀπό y gen. βλάστε ... ἐξ ἁλὸς ... νᾶσος de la isla de Rodas, Pi.O.7.69, ἐκ δ' ἀγαθᾶς τύχας γένει βλαστάνειν ἀκόρεστον οἰζύν A.A.756, cf. Th.594, ἀπ' αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα Ar.Lys.406, ἄλογον γὰρ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων ἡγεῖσθαι τὰ εἴδεα βλαστάνειν Hp.de Arte 2, de instituciones: la aparición de la moneda, S.Ant.296, cf. El.238
sólo c. gen. ὕλης βλαστάνον Iambl.Myst.3.28.
II tr.
1 hacer brotar, hacer crecer, engendrar δύναμις πάντα αὔξει καὶ ... βλαστάνει Hp.Alim.54, οὕς ποτε Νύμφη ... ἐβλάστησε A.R.1.1131, cf. LXX Ge.1.11, ἡ γῆ ἐβλάστησεν τὸν καρπὸν αὐτῆς Ep.Iac.5.18, cf. Nonn.D.36.356, χάριτας ..., αἳ βλαστάνουσιν εὔνοιαν Aristeas 230.
2 abs. procrear σόν ποτ' ἢ κἀμὸν γένος βλαστεῖν ἐᾶσαι permitir que un día tu estirpe o la mía procreen S.El.966
fig. cundir, florecer βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611, αἱ δὲ παραυτίκα (Συρήκουσαι) ... ἔβλαστον al punto (Siracusa) floreció Hdt.7.156.
• Etimología: Forma con suf. nasal quizá a partir del aor. ἔβλαστον de etim. oscura.

German (Pape)

[Seite 447] βλαστήσω, ἔβλαστον (Hippocr., Arist. u. Sp. auch ἐβλάστησα in trans. Bdtg, sprossen lassen), perf. ἐβλάστηκα Eur. I. A. 594; Eubul. bei E. M. 508, 30, ἐβεβλαστήκει Thuc. 3, 26; 1) eigtl. von Pflanzen,keimen, hervorsprossen, Ar. Nub. 1108 Av. 696 vgl. Soph. O. C. 697; Xen. Oec. 19, 2; von Menschen, geboren werden, Pind. N. 8, 7; abstammen, oft Tragg., ἐξ ἀρίστοιν Soph. Ai. 1305; Eur. I. A. 594; vom Geistigen, ἀφ' ἧς τὰ κεδνὰ βλ. βουλεύματα Aesch. Spt. 576; vgl. Ar. Lys. 406; auch auf anderes übertr., νῆσος ἐξ ἁλός Pind. Ol. 7, 69; vom Unglück, Aesch. Ag. 734. – 2) transit., hervorbringen, wachsen machen, im aor. I. S. βλαστέω.

French (Bailly abrégé)

f. βλαστήσω, ao. au sens tr. ἐβλάστησα, ao.2 ἔβλαστον, pf. βεβλάστηκα et ἐβλάστηκα;
germer, pousser, croître ; bourgeonner ; en parl. de pers. être né, être issu, τινός ou ἔκ τινος ; fig.en parl. de résolutions, de sentiments, etc.
Étymologie: R. Ϝλαθ ou Βλαθ > Βλαστ, germer, pousser ; cf. βλαστέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαστάνω, sigm. aor. ἐβλάστησα, them. aor. ἔβλαστον, inf. βλαστεῖν, ptc. βλαστών; perf. ἐβλάστηκα
1. ontkiemen, ontspruiten, van planten:; ἡνίκ’ ἂν... αἱ... ἐλαῖαι βλαστάνωσ (ι) wanneer de olijfbomen uitlopen Aristoph. Nub. 1124; poët. ontstaan:; ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα (verstand) waaruit de nuttige plannen voortkomen Aeschl. Sept. 594; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών geboren als mens Soph. Ai. 761; pregn. tot bloei komen:. βλαστάνει δ’ ἀπιστία onbetrouwbaarheid bloeit op Soph. OC 611; αἱ δὲ παραυτίκα... ἔβλαστον op dat moment was (Syracuse) in volle bloei Hdt. 7.156.2.
2. causat. met acc. doen ontkiemen:. δύναμις πάντα αὔξει καί... βλαστάνει een kracht doet alles groeien en ontkiemen Hp. Alim. 54; ἡ γῆ ἐβλάστησεν τὸν καρπόν de aarde deed de vrucht ontkiemen NT Iac. 5.18.

Russian (Dvoretsky)

βλαστάνω: (fut. βλαστήσω, aor. 1 ἐβλάστησα, aor. 2 ἔβλαστον, pf. βεβλάστηκα и ἐβλάστηκα)
1 произрастать, прозябать (φύτευμα βλαστόν Soph.; δένδρεα ἐβλάστησε Emped. ap. Arst.): τὰ πρότερον τετμημένα καὶ εἴ τι ἐβεβλαστήκει Thuc. то, что прежде было срублено и что уже успело вырасти;
2 возникать, рождаться, происходить (ἐκ τινος Pind., Aesch., Eur., Plut. и ἀπό τινος Aesch.): βλαστοῦσ᾽ ὅπως ἔβλαστε Soph. такая, какой она родилась; ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστών Soph. всякий, кто родился человеком.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: but, sprout, grow (A.),
Other forms: Aor. βλαστεῖν, intr. fut. βλαστήσω (Thphr.), aor. trans. ἐβλάστησα (Emp.), perf. βεβλάστηκα (Hp.), ἐβλάστηκα (E.); recent βλαστέω, βλαστάω.
Derivatives: βλάστημα offdhoot (A.), βλαστικός (Thphr.); deverb. βλαστός id. (Hdt.), βλάστη origin (S.). from where βλαστέω (Thphr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The aorist βλαστεῖν is the basis of all forms. Its analysis is uncertain; perhaps *βλαθ-τεῖν (βλαδ-, βλατ-). Connection with βλωθρός tall (q.v.) is impossible if the words are IE (*ml̥dh-, *mlodh-: ablaut o is impossible in an adj.); same for μολεύω cut off (and transplant) the shoots of trees (q.v. and βλώσκω). From other languages one mentions OHG. blat etc.leaf (but this is rather non-IE).

Middle Liddell

1. to bud, sprout, grow, of plants, Aesch., etc.
2. metaph. to shoot forth, come to light, of men; ἀνθρώπου φύσιν βλαστών born in man's nature, Soph.; βλαστάνει ἀπιστία Soph. [The Root is !βλαστ, v. βλαστεῖν, βλαστή.]

English (Slater)

βλαστάνω
1 grow βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος (O. 7.69) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (N. 8.7)

English (Abbott-Smith)

βλαστάνω, [in LXX for צמח, etc.;]
1.to sprout: Mt 13:26, Mk 4:27, He 9:4.
2.In late Gk., causal, to make to grow, produce: c. acc., Ja 5:18.†

English (Strong)

from blastos (a sprout); to germinate; by implication, to yield fruit: bring forth, bud, spring (up).

English (Thayer)

3rd person singular present subjunctive βλαστᾷ from the form βλαστάω, L T Tr WH (cf. Buttmann, 55 (48); (Hermas, sim. 4,1 f [ET])); 1st aorist ἐβλάστησα (cf. Winer's Grammar, 84 (80); (Buttmann, the passage cited));
1. intransitively, to sprout, bud, put forth leaves: Pindar down).
2. in later Greek writings transitively, to produce: τόν καρπόν, Genesis 1:11, etc.)

Greek Monolingual

και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, -άω και βλαστώ, -έω και βλαστώ, -όω)
1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια
2. γεννιέμαι
3. φυτρώνω, εμφανίζομαι
αρχ.
κάνω να βλαστήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον, βλαστείν προήλθαν οι υπόλοιποι ρηματικοί και ονοματικοί τύποι. Η ερμηνεία της προελεύσεως του θέματος αυτού είναι δύσκολη εξαιτίας του φωνήεντος -α- και του συμφωνικού συμπλέγματος -στ-, έτσι δεν είναι σαφές αν αναλύεται σε βλασ-τείν ή βλαθ-τείνβλαδ- ή βλατ-). Εξάλλου η προταθείσα σύνδεση με το βλωθρός ή το μολεύω «κόβω τις παραφυάδες των δένδρων» δεν έχει ισχυρή βάση. Από τις άλλες γλώσσες πρβλ. αρχ. άνω γερμ. blat «φύλλο», με το οποίο συνδέεται σημασιολογικά η ομάδα του βλαστάνω. Τέλος ο τ. βλασταίνω προήλθε με μεταπλασμό από τον αόρ. του βλαστάνω εκβλάστησα κατά το σχήμα ωλίσθησα- ολισθαίνω, εσίγησα- σιγαίνω κ.λπ. (πρβλ. αυξάνω), ενώ ο τ. βλαστίζω < βλαστός + -ίζω].

Greek Monotonic

βλαστάνω: μέλ. βλαστήσω, αόρ. βʹ ἔβλαστον, παρακ. βεβλάστηκα ή ἐβλάστηκα, υπερσ. ἐβεβλαστήκειν,
1. βγάζω ανθό, πρωτοεμφανίζομαι ως βλαστός, ξεφυτρώνω, αναπηδώ, φυτρώνω, φύομαι (για φυτά), σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως (λέγεται για ανθρώπους)· ἀνθρώπου φύσιν βλαστών, αυτός που γεννήθηκε με ανθρώπινη φύση, σε Σοφ.· βλαστάνει ἀπιστία, στον ίδ. (√ΒΛΑΣΤ, μέλ. βλαστεῖν, βλαστή).

Greek (Liddell-Scott)

βλαστάνω: (ἴδε βλαστέω)· Ἰων. παρατ. βλαστάνεσκε Σοφ. Ἀποσπ. 491· μέλλ.

Frisk Etymology German

βλαστάνω: {blastánō}
Forms: Aor. βλαστεῖν intr. Fut. βλαστήσω (Thphr.), Aor. 1 ἐβλάστησα hervorbringen (Emp., Hp. usw.), Perf. βεβλάστηκα (Hp. usw.), ἐβλάστηκα (E.); dazu neue Präsentia βλαστέω und βλαστάω, wohl denominativ, s. unten.
Grammar: v.
Meaning: keimen, sprossen (A., Pi. usw.),
Derivative: Verbalnomina: βλάστημα Keim, Sproß (A. usw.; zur Bildung Chantraine Formation 177f.), danach vereinzelt βλαστημός Wachstum, Sproß (A.); βλάστησις das Keimen, das Sprossen (Arist., Thphr.) mit βλαστητικός keimend, sprossend (Thphr.). Daneben direkt vom Verb βλαστικός ib. (Thphr. usw.). Als Rückbildungen vom Verb sind zu betrachten βλαστός Keim, Sproß, Stengel (Hdt., S., Thphr. usw.) und βλάστη auch Ursprung, Geburt (S., Pl. usw.); zur Bedeutung Fraenkel Nom. ag. 2, 138f., wo auch über den Plur. βλάστα. Deminutiv βλαστάριον· ἕλιξ ἀμπέλου EM. Erweiterte Form βλαστεῖα (Nik.), nach den zahlreichen Nomina auf -εῖον (Chantraine 60f., Mayser Pap. 1: 3, 12ff.). — Von βλαστός, βλάστη wahrscheinlich βλαστέω keimen (Thphr.) und βλαστάω hervorbringen (LXX) ebenso wie βλαστόω (An. Ox.).
Etymology: Der Aorist βλαστεῖν, von dem schließlich alle übrigen verbalen und nominalen Formen ausgehen, läßt sich in βλαστεῖν, βλαστεῖν (s. βαστάζω) oder *βλαθτεῖν zerlegen. Im letzten Fall bietet βλωθρός hochragend (s. d.) einen möglichen Anhalt (Schulze KZ 28, 281 = Kl. Schr. 362); sonst kann man bei μολεύω die Ausläufer beschneiden (s. d. und βλώσκω) Anknüpfung suchen. Bei einer Analyse βλαστεῖν macht das σ Schwierigkeiten. Zum τ-Element vgl. Schwyzer 704ff. — Aus anderen Sprachen bietet nur ahd. blat usw. Blatt einen semantisch ansprechenden Vergleich (Hirt PBBeitr. 23, 305f.); es gehört aber wahrscheinlich zu lat. flōs usw., s. φύλλον.
Page 1,241

Chinese

原文音譯:blast£nw 不拉士他挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:發芽
字義溯源:發芽,萌芽,發育,長出,生出;源自(βῆμα)X*=長出)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);來(1);雅(1)
譯字彙編
1) 生出(1) 雅5:18;
2) 發過芽的(1) 來9:4;
3) 就發芽(1) 可4:27;
4) 長(1) 太13:26

Mantoulidis Etymological

(=φυτρώνω). Ἀπό ρίζα βλ-. Θέμα βλαστ + πρόσφυμα αν + κατάληξη ω → βλαστ+άν+ω.
Παράγωγα: βλάστη, βλαστός, βλάστημα, βλάστησις, βλαστικός, ἀβλάστητος, ἄβλαστος (=ἄγονος), ἀβλαστής, βλαστολογῶ (=μαζεύω βλαστάρια).

Lexicon Thucydideum

germinare, to sprout, bud, 3.26.3.