ὑδαρώδης
German (Pape)
[Seite 1172] ες, von wässeriger Art, von wässerigem Ansehen, τόποι Arist. plant. 2, 6.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰρώδης: покрытый водой, влажный (τόποι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδαρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑδατώδης τὴν φύσιν, τόποι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· ὁ τύπος ὑδαροειδὴς εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὑδερ- παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 643.