scheming
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἐπίβουλος, V. μηχανορράφος.
subs.
P. κατασκευασμός, ὁ, ἐπιβούλευσις, ἡ.
adj.
P. ἐπίβουλος, V. μηχανορράφος.
subs.
P. κατασκευασμός, ὁ, ἐπιβούλευσις, ἡ.