ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
adj.
P. σύσκιος (Plat.), ἐπίσκιος (Plat.), V. κατάσκιος, ὑπόσκιος (Aesch., Frag.), Ar. and V. δάσκιος.
Dark with leaves: Ar. and V. μελάμφυλλος.