καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
adj.
P. στάσιμος (Xen.).
When the lake gets stagnant: Ar. ὅταν μὲν ἡ λίμνη καταστῇ (Eq. 865).