λίμνη

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίμνη Medium diacritics: λίμνη Low diacritics: λίμνη Capitals: ΛΙΜΝΗ
Transliteration A: límnē Transliteration B: limnē Transliteration C: limni Beta Code: li/mnh

English (LSJ)

ἡ,
A pool of standing water left by the sea or a river, Il.21.317: hence, marshy lake, mere, distinguished from ἕλος, Pl. Criti.114e, Lg.824c; Βοιβηΐς λίμνη Il.2.711; Γυγαίη ib.865; Κηφισίς 5.709; λίμνη Γοργῶπις A.Ag.302; Μαιῶτις Id.Pr.419 (lyr.), cf. 729, Pers. 871 (lyr.), Hdt.4.86; ἡ Βόλβη λίμνη Th.4.103; λίμνη τροχοειδής, at Delos, Hdt.2.170, cf. A.Eu.9.
b also, artificial pool or basin, Hdt.1.185, 191, al., SIG799 ii 3 (Cyzic., i A.D.).
2 in Hom. and other Poets, the sea, Il.24.79, Od.3.1; βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32: so in Trag. in lyr., λίμνᾳ πορφυροειδεῖ A.Supp.529; ἐπ' οἶδμα λίμνας S. Fr.476, E.Hec.446; Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις… λίμνας S.Fr.371; Μηλίδα πὰρ λίμναν by the Malian bay, Id.Tr.636.
II Λίμναι, αἱ, (used without the article), Limnae, a quarter of Athens (once prob. marshy), near the Acropolis, in which stood the Lenaeum, Ar.Ra.216, Th.2.15, Is.8.35, etc., cf. λιμναῖος ΙΙ.
2 a quarter or suburb of Sparta, Str.8.5.1.
3 a place in Messenia, Id.8.4.9.

German (Pape)

[Seite 48] ἡ (λείβω, die Alten leiten es falsch von λίαν μένειν, weil es ursprünglich ausgetretenes u. stehen gebliebenes Wasser bedeute), stehendes Wasser, der See, Teich, Il. 2, 711. 865. 21, 317 u. sonst, Pind. u. Folgde, auch in Prosa überall, λίμνη ποτίμου καὶ θερμ οῦ ὕδατος, Ken. Hell. 3, 2, 18; auch = Sumpf, Her. 1, 191 u. A.; καθ' ἕλη καὶ λίμνας καὶ ποταμούς vrbdt Plat. Critia. 114 e; auch ein künstlich gegrabenes Wasserbecken. Her 1, 185. 186. – Bei Hom. auch die See, das Meer, βαθείης βένθεσι λίμνης, Il. 13, 32 u. öfter; γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης, Hes. Th. 365; Μηλίδα πὰρ λίμναν, Soph. Trach. 636; Eur. Hipp. 794 u. a. D. – Vgl. noch nom. propr.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. eau stagnante :
1 marais, étang;
2 lac ; particul. lac creusé de main d'homme;
II. mer ou bras de mer.
Étymologie: R. Λιβ, cf. λείβω.

Russian (Dvoretsky)

λίμνη: дор. λίμνα
1 стоячая вода, болото, тж. водоем или лиман (ἕλη καὶ λίμναι Plat.);
2 озеро (ἡ λίμνη Γεννησαρέτ NT);
3 пруд: ὀρύσσειν ἔλυτρον λίμνῃ Her. выкопать яму для пруда;
4 море: βένθεσι λίμνης Hom. в морской пучине;
5 морской залив: Μηλίδα πὰρ λίμναν Soph. в Мединском заливе.

Greek (Liddell-Scott)

λίμνη: ἡ, (√ΛΙΒ, λείβω) κατὰ πρῶτον πιθ., λίμνη ἁλμυροῦ ὕδατος λιμνάζοντος, Λατ. aestuarium, εἰς ἣν ἡ θάλασσα ἔρχεται κανονικῶς κατὰ περιόδους, ὡς τὸ μεταγενέστερον λιμνοθάλασσα, στομαλίμνη, καὶ ἑπομένως ἀναμφιβόλως συγγενὴς τῷ λιμήν· λοιπόν, 1) λίμνη στασίμου ὕδατος, σχηματισθεῖσα ἐκ τῆς θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 317· ἀκολούθως, ἑλώδης λίμνη, «βάλτος», Λατ. palus (διακρινομένη ἀπὸ τοῦ ἕλους, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 824Β), Βοιβηὶς λ. Ἰλ. Β. 711· Γυγαίη αὐτόθι 865· Κηφισὶς Ε. 709· οὕτως Ἡρόδ. 1. 191, κ. ἀλλ.· λ. Γοργῶπις Αἰσχύλ. Ἀγ. 302· Μαιῶτις ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 419, πρβλ. 729, Πέρσ. 871, Ἡρόδ. 4. 86 (ἔνθα καλεῖται ἡ Μαιῆτις λ.)· ἡ Βόλβη λ., παρὰ τὴν Ἀμφίπολιν, Θουκ. 4. 103· πρβλ. λιμνώδης· - μεγάλη ποσότης ὕδατος ἐν τόπῳ τινὶ συναχθεῖσα, λίμνη τεχνητή, κἑξ.· ἴδε ἐν λ. ἕλος. 2) παρ’ Ὁμ. καὶ ἑτέροις ποιηταῖς, ἡ θάλασσα, Ἰλ. Ω. 79, Ὀδ. Γ. 1· βένθεσι λίμνης Ἰλ. Ν. 21, 32· οὕτω, λίμνᾳ πορφυροειδεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, πρβλ. Εὐμ. 9· ἐπ’ οἶδμα λίμνης Σοφ. (Ἀποσπ. 423) παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1338, Εὐρ. Ἑκ. 446 (λυρ.)· Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις... λίμναας Σοφ. Ἀποσπ. 341· Μηλίδα πὰρ λ., παρὰ τὸν Μαλιακὸν κόλπον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 636. ΙΙ. Λίμναι, αἱ, μέρος τῶν Ἀθηνῶν (πιθανῶς ἄλλοτε ἑλῶδες παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν, ἔνθα τὸ Λήναιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 216, Θουκ. 2. 15, Ἰσαῖ. 72. 40, κτλ., πρβλ. λιμναῖος ΙΙ· ὡσαύτως ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος, πρβλ. λιμνήτης ΙΙ. 2) συνοικία τις ἢ προάστειον τῆς Σπάρτης, Στράβ. 363. 3) τόπος τις ἐν Μεσσηνίᾳ, ὁ αὐτ. 362.

English (Autenrieth)

(cf. λείβω, λιμήν): lake, pond, even of a swamp or a marsh, Il. 21.317; also of the sea, Od. 3.1.

English (Strong)

probably from λιμήν (through the idea of nearness of shore); a pond (large or small): lake.

English (Thayer)

λίμνης, ἡ (from λείβω to pour, pour out (cf. Curtius, § 541)) (from Homer down), a lake: λίμνη Γεννησαρέτ (which see), τοῦ πυρός, καιομένη πυρί, Revelation 21:8.

Greek Monolingual

η (AM λίμνη)
1. μεγάλο κοίλωμα εδάφους που περιέχει νερό το οποίο δεν επικοινωνεί άμεσα με τη θάλασσα
2. τεχνητό κατασκεύασμα για συγκέντρωση πόσιμου ύδατος ή για βιομηχανικούς σκοπούς (α. «η λίμνη του Μαραθώνα» β. «ώρυσσε έλυτρον λίμνη», Ηρόδ.
3. ελώδης τόπος, τέναγος
νεοελλ.
μτφ.
1. αφθονία υγρού χυμένου στο έδαφοςλίμνη αίματος»)
2. φρ. «Λίμνη τών Κύκνων» — γνωστότατο μπαλέτο σε τέσσερεις πράξεις με μουσική Τσαϊκόφσκι
μσν.
λιμάνι
αρχ.
1. θάλασσα
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Λίμναι
α) τοποθεσία τών Αθηνών κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρισκόταν το Λήναιον
β) συνοικία ή προάστιο της Σπάρτης
γ) τοποθεσία στη Μεσσηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λί-μνη συνδέεται άμεσα με τη λ. λειμών και εμφανίζει επίθημα -μνη (πρβλ. στρωμνή).
ΠΑΡ. λιμνάζω, λιμναίος, λιμνήσιος, λιμνίον, λίμνιος, λιμνώδης
αρχ.
λιμνάτις, λιμνηδόν, λίμνηθεν, λιμνηστρίς, λίμνηστρον, λιμνήτης, λιμνιτικός, λιμνίτις, λιμνώ
νεοελλ.
λιμνίτσα, λιμνούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιμνόβιος, λιμνοθάλασσα, λιμνοφυής, λιμνοχαρής
αρχ.
λιμνόδρομος, λιμνόστρεον, λιμνοσώματος, λιμνουργός, λιμνόχαρις
μσν.- νεοελλ.
λιμνοειδής
νεοελλ.
λιμνογράφος, λιμνοδίαιτος, λιμνολογία, λιμνομετρία, λιμνόμετρο, λιμνότοπος. (Β συνθετικό) αρχ. στομαλίμνη
νεοελλ.
βαλτολίμνη, θαλασσολίμνη, ποταμολίμνη].

Greek Monotonic

λίμνη: ἡ (λείβω
I. 1. λίμνη με στάσιμο νερό, που σχηματίζεται από θάλασσα ή από ποτάμι, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, ελώδης λίμνη, βάλτος, Λατ. palus, στο ίδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, μεγάλη ποσότητα νερού συγκεντρωμένη σε κάποιο τόπο τεχνητή λίμνη, σε Ηρόδ.
2. στον Όμηρ. και σε άλλους ποιητές, θάλασσα.
II. Λίμναι, αἱ, μέρος των Αθηνών (πιθανώς κάποτε ελώδες), κοντά στην Ακρόπολη, όπου βρίσκονταν το Λήναιον, σε Αριστοφ., Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

λείβω
I. a pool of standing water left by the sea or a river, Il.: then, a marshy lake, mere, Lat. palus, Il., Hdt., Attic:—also, a large pool or basin (artificial), Hdt.
2. in Hom. and other Poets, the sea.
II. Λίμναι, ῶν, αἱ, a quarter of Athens (once prob. marshy), near the Acropolis, in which stood the Lenaeum, Ar., Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:l⋯mnh 淋尼
詞類次數:名詞(10)
原文字根:湖 相當於: (אֲגַם‎) (בְּרֵכָה‎)
字義溯源:池,湖^;或出自(λιμήν)=港*)。參讀 (θάλασσα)同義字
出現次數:總共(11);路(5);啓(6)
譯字彙編
1) 湖(11) 路5:1; 路5:2; 路8:22; 路8:23; 路8:33; 啓19:20; 啓20:10; 啓20:14; 啓20:14; 啓20:15; 啓21:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό λείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό λίμνη: λιμνάζω (=μένω στάσιμος), λιμναῖος, λιμνίτης (=αὐτός πού ζεῖ στίς λίμνες), λιμνώδης.

Lexicon Thucydideum

lacus, stagnum, lake, pool, 1.46.4, [Popp. Poppo ἔξεισι] 1.58.2. 4.93.4, 4.103.1, 4.108.1. 6.66.1. 7.53.2, 7.54.1.

Translations

lake

Abaza: гвал; Abinomn: kesif; Abkhaz: аӡиа; Acehnese: tasék; Adyghe: псыхъурай, хыкум, хыкъумэ; Afrikaans: meer, pan; Ahom: 𑜃𑜨𑜂𑜫; Ainu: ト, メㇺ; Aklanon: danaw; Alabama: liikka; Albanian: liqen; Aleut: hanix̂; Ambai: ruru; Amharic: ሀይቅ; Andi: игьур; Arabic: بُحَيْرَة‎; Egyptian Arabic: بحيرة‎; Hijazi Arabic: بُحيرَة‎; Moroccan Arabic: ضاية‎; South Levantine Arabic: بحيرة‎; Aragonese: ibón, laco; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܝܡܐ‎; Classical Syriac: ܝܡܬܐ‎, ܠܝܡܢܝ‎; Arapaho: ni'ec; Armenian: լիճ; Aromanian: lac; Asháninka: incajare; Assamese: বিল, হ্ৰদ; Asturian: llagu; Avar: хӏор; Aymara: quta; Azerbaijani: göl; Balinese: ḍanu; Bashkir: күл; Basque: zingira, aintzira; Bau Bidayuh: donu; Belarusian: возера; Bengali: হ্রদ; Bhojpuri: झील; Bikol Central: danaw; Biliau: ram kulot; Blackfoot: mo'tóyaohkii; Bole: pali; Breton: lenn; Brunei Malay: tasik; Bulgarian: езеро; Burmese: ကန်, အင်း; Buryat: нуур; Caló: chenopañí; Catalan: llac; Cebuano: danaw; Central Atlas Tamazight: ⴰⴳⴻⵍⵎⴰⵎ; Central Melanau: danau, teba; Chakma: 𑄍𑄧𑄢; Chamicuro: sa'pu; Chamorro: hågoe; Chechen: ӏам; Cherokee: ᎥᏓᎵ; Cheyenne: né'háne; Chichewa: nyanja; Chickasaw: hayip; Chinese Cantonese: 湖, 湖泊; Dungan: хэзы; Hakka: 湖; Mandarin: 湖, 湖泊; Min Dong: 湖; Min Nan: 湖, 湖泊; Wu: 湖; Chipaya: quta; Choctaw: okhạta; Chukchi: гытгын; Chuvash: кӳлӗ; Cofán: singuʼccu; Coptic: ⲑⲁⲗⲁⲥⲥⲁ; Cornish: lynn; Corsican: lagu, lau, lavu; Cree: kihchikamiy; Plains Cree: sākahikan; Crimean Tatar: göl; Cuiba: pucua; Czech: jezero; Dakota: bdé; Dalmatian: lac; Danish: sø; Dargwa: шара; Datooga: basooda; Daur: naur; Deg Xinag: vinq'it; Dhivehi: ކުޅި‎, ފެންގަނޑު‎; Dogrib: tì, tı; Dolgan: күөл; Dongxiang: no, noer; Dutch: meer; Duwai: bə̀rgà; East Yugur: nuur; Eastern Bontoc: fiannaw; Emilian: lèg; Erzya: эрьке; Esperanto: lago; Estonian: järv; Even: төӈэр; Evenki: а̄мут, ня̄рут, туӈэ̄р; Farefare: kʋl-kãtɛ, mõgrɛ; Faroese: vatn, tjørn; Fijian: drano; Finnish: järvi; French: lac; Old French: lac; Friulian: lâc; Gaam: d̪ɛ̄ɛ̀l; Gagauz: göl; Galician: lago; Gedaged: wililuk; Georgian: ტბა; German: See; Pennsylvania German: See; Gothic: 𐍃𐌰𐌹𐍅𐍃, 𐌼𐌰𐍂𐌹𐍃𐌰𐌹𐍅𐍃; Greek: λίμνη; Ancient Greek: λίμνη; Greenlandic: taseq; Guahibo: puca; Guaraní: ypa; Gujarati: સરોવર; Gwich'in: van; Haitian Creole: lak; Han: männ; Hausa: tabkī; Hebrew: אֲגַם‎, יַמָּה‎; Hidatsa: mirihdía; Higaonon: danaw; Hindi: झील, सरोवर; Holikachuk: minqʼit; Hopi: patupha; Hungarian: tó; Icelandic: vatn, tjörn, stöðuvatn; Ida'an: danow, gasap; Ido: lago; Ilocano: dan-aw; Indonesian: danau, telaga; Ingrian: järvi; Ingush: ӏам; Interlingua: laco; Inuktitut: ᑕᓯᖅ; Inupiaq: narvaq; Irish: loch; Italian: lago; Japanese: 湖, -湖; Javanese: tlaga, ranu; Kabardian: гуэл, гуэлӏ; Kachchi: તરા; Kalmyk: нуур; Kannada: ಸರೋವರ, ಜಲಾಶಯ, ಪುಷ್ಕರಿಣಿ, ದೊಡ್ಡ ಕೆರೆ, ಸರಸ್ಸು, ಕೊಳ; Karachay-Balkar: кёл; Karaim: гел; Karakalpak: koʻl; Karelian: järvi; Kashubian: jezoro; Kavalan: banaw, vutvut, bettuq; Kazakh: көл; Ket: дэ'; Khakas: кӧл; Khamnigan Mongol: noor; Khanty: маӆаӈ; Khmer: បឹង; Kickapoo: maskiekwi; Klallam: cə́y̕əɬ; Klamath-Modoc: é-ush; Komi-Permyak: ты; Komi-Zyrian: ты; Konkani: कुळा; Korean: 호수(湖水), 호(湖); Koyukon: binh, minkk'at; Kumyk: кёл; Kurdish Northern Kurdish: gol; Kyrgyz: көл; Ladino: rio; Lak: бяр; Lakota: ble; Lao: ໜອງ, ທະເລສາບ; Latgalian: azars; Latin: lacus; Latvian: ezers; Laz: ტობა; Leonese: llagu; Lepcha: ᰌᰶ; Lezgi: вир; Ligurian: lâgo; Limburgish: maer; Limos Kalinga: bananaw; Lingala: etímá; Lithuanian: ežeras; Livonian: jōra; Lombard: lagh; Lower Tanana: benh; Lubuagan Kalinga: eɏwan lobong; Luxembourgish: Séi; Macedonian: езеро; Maguindanao: lanaw, ranaw; Malagasy: farihy; Malay: tasik, danau, alongan, situ, telaga; Malayalam: തടാകം, കായല്, പൊയ്ക, സരസ്സ്; Maltese: għadira, lag; Manchu: ᡨᡝᠩᡤᡳᠨ, ᠣᠮᠣ, ᠨᠣᠣᡵ; Mandan: mįnį́xte; Mansaka: danaw; Mansi: тӯр, то̄; Manx: logh; Maore Comorian: dzia Maori: roto; Mapudungun: bafkeh; Maquiritari: ku'jö; Maranao: kalodan, karodan, lanaw, ranaw; Marathi: सरोवर; Mari Eastern Mari: ер; Western Mari: йӓр; Matal: dərəv; Mazanderani: دریوک‎; Mingrelian: ტობა; Mirandese: lago; Moksha: эрьхке; Mon: လှာ; Mongolian Cyrillic: нуур; Mongolian: ᠨᠠᠭᠤᠷ; Mangghuer: noor; Montagnais: shakaikan, natuashu; Moose Cree: ᓵᑲᐦᐃᑲᓐ; Munsee: mbíisus; Mwotlap: bē; Mòcheno: sea; Nahuatl: hueyi atezcatl; Nanai: амоан; Naskapi: ᓂᐱᔾ; Navajo: tooh, beʼekʼid; Neapolitan: laco; Nepali: ताल; Nganasan: турку; Niuean: loto; Nivkh: ту; Nogai: коьл; Norman: lac; North Frisian: see; Northern Ndebele: ichibi; Northern Qiang: ˌɕɥɛzɨ ̥ˈkhwɑ; Northern Yukaghir: йалҕил; Norwegian Bokmål: innsjø, tjern, vann, ferskvann; Nynorsk: innsjø, tjern, tjørn, vatn; Nzadi: iziba; Obispeño: čnixeno; Occitan: lac; Ojibwe: zaaga'igan; Okanagan: t̓ik̓ʷt; Old Church Slavonic Cyrillic: ѥзєро, ѥзєръ; Old East Slavic: озеро; Old English: mere; Old Javanese: talaga; Old Norse: vatn, tjǫrn; Old Prussian: assaran; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰠‎; Oriya: ହ୍ରଦ; Orok: омо̄; Oromo: hara, haroo; Oroqen: amʊdʒi, amʊkan; Ossetian: цад; Ottawa: zaaghigan, zaaghiganan; Ottoman Turkish: كول‎; Paiwan: tjebek, djanaw; Palantla Chinantec: dsieg¹²; Pali: daha, rahada, udakarahada; Pashto: ونګره‎; Persian: دریاچه‎, دریاژه‎, دریااک‎; Pirahã: xaabói; Plautdietsch: Läacht; Pohnpeian: leh; Polish: jezioro; Portuguese: lago; Punjabi: ਝੀਲ; Purepecha: japonda; Quechua: qocha, goca, qucha; Rapa Nui: rano; Rarotongan: roto; Romani: baro paji; Romanian: lac; Romansch: lai, lag, laitg, lej; Russian: озеро; Saanich: XOĆE; Sami Inari: jävri; Kildin: я̄ввьр; Lule: jávrre; Northern: jávri; Pite: jávvre; Skolt: jäuˊrr; Southern: jaevrie; Ume: jávrrie; Samoan: lano; Sanskrit: सरोवर, सलिलभर, सरस्, ह्रद; Sardinian: lagu; Saterland Frisian: See; Scots: loch; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏зеро; Roman: jȅzero; Shan: ၼွင်; Shipibo-Conibo: ián; Shor: кӧл; Sicilian: lacu; Sindhi: ڍَنڍَ‎; Sinhalese: වැව; Slovak: jazero; Slovene: jezero; Somali: haro; Sorbian Lower Sorbian: jazor, jazoro; Upper Sorbian: jězor; Sotho: letsha; Southern Altai: кӧл; Southern Kalinga: fagwang; Southern Ohlone: lawuuna; Spanish: lago; Stoney: mné; Sundanese: situ; Svan: ტო̄მბ, მჷჰ; Swahili: jito, majito, ziwa; Swedish: sjö, insjö, tjärn, vatten; Tagalog: lawa; Tahitian: loto; Tai Nüa: ᥘᥩᥒᥴ; Tajik: кӯл; Tamil: ஏரி, இலங்கு; Tanacross: menh; Tarantino: laghe; Tatar: күл; Tausug: lanaw; Telugu: సరస్సు; Tetum: rebu; Thai: สาบ, ทะเลสาบ; Thao: wazakan; Tibetan: མཚོ; Tigrinya: ቀላይ; Tiruray: ranaw; Tiwi: kilinjini; Tlingit: áa; Tofa: һөл; Tok Pisin: wara, raunwara; Tongan: loto; Tundra Nenets: то; Turkish: göl; Turkmen: köl; Tuvan: хөл; Tuwali Ifugao: lob'ong; Udmurt: ты; Ukrainian: озеро; Unami: mënëpèkw; Urdu: دریاچہ‎, جھیل‎; Uyghur: كۆل‎; Uzbek: koʻl; Venetian: lak), łago, làch; Veps: järv, järv'; Vietnamese: hồ; Volapük: lak; Voro: järv'; Votic: järvi; Walloon: laetche, lak; Waray-Waray: danaw; Welsh: llyn; West Frisian: mar; White Hmong: pa dej teev; Winnebago: té; Wutunhua: co; Xhosa: ichibi; Yakima: watám; Yakut: күөл; Yaqui: vaakum; Yiddish: אָזערע‎, סאַזשלקע‎; Yoruba: adagun; Yucatec Maya: ha'; Yup'ik: nanvaq; Yuracare: kudawa; Yámana: akámaka, akamaka; Zazaki: dol, thol; Zealandic: meer; Zhuang: huz; Zulu: ichibi