ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
περίεργον: τό1 чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);2 pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).