πλούταρχον, fount, source of riches, of God, Ph.1.669.
[Seite 638] ὁ, Urheber des Reichthums, Philo.
πλούταρχος: -ον, ὁ κύριος πλούτου, Φίλων 1, 669.
ὁ, Α(για τον θεό) ο κύριος του πλούτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -αρχος].