πλούταρχος
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
πλούταρχον, fount of riches, source of riches, of God, Ph.1.669.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Urheber des Reichtums, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πλούταρχος: -ον, ὁ κύριος πλούτου, Φίλων 1, 669.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για τον θεό) ο κύριος του πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -αρχος].