πολίοχος

Revision as of 12:13, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

English (LSJ)

v. πολιοῦχος.

Greek (Liddell-Scott)

πολίοχος: ἴδε ἐν λ. πολιοῦχος.

English (Slater)

πολῐοχος, -ον (cf. πολιάοχος) protecting the city π]ολίοχον Γλαυκ[ώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πολιούχος.

Russian (Dvoretsky)

πολίοχος: Eur. v.l. = πολιοῦχος.