τό, small piece of wood, shingle, SIG671 B17 (Delph., ii B.C.): cf. σχινδύλη.
τὸ, Αμικρό τεμάχιο ξύλου, πελεκούδι, σχίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχίζω.