τεμάχιο Search Google

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

το / τεμάχιον, ΝΜΑ τέμαχος
τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῖστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν.
δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῦ ἄρρενος», Πλάτ.).
νεοελλ.
1. συνεκδ. ένα από τα πολλά χωριστά πράγματα που συγκροτούν ένα σύνολο («η συλλογή αποτελείται από πολλά εξαιρετικά τεμάχια»)
2. μουσ. μουσική σύνθεση, αυτοτελής μελωδία
3. στοιχειοθετημένη τυπογραφική ύλη πριν από την σελιδοποίηση.