τεμάχιο
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Greek Monolingual
το / τεμάχιον, ΝΜΑ τέμαχος
τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῖστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν.
δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῦ ἄρρενος», Πλάτ.).
νεοελλ.
1. συνεκδ. ένα από τα πολλά χωριστά πράγματα που συγκροτούν ένα σύνολο («η συλλογή αποτελείται από πολλά εξαιρετικά τεμάχια»)
2. μουσ. μουσική σύνθεση, αυτοτελής μελωδία
3. στοιχειοθετημένη τυπογραφική ύλη πριν από την σελιδοποίηση.