δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Δελφοί, οἱ.
A Delphian: Δελφός, ὁ. Fem. Δελφίς, -ίδος, ἡ.
Delphian, adj.: Δελφικός. Fem. adj., Δελφίς, -ίδος.