δολοφροσύνη

Revision as of 11:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, craft, subtlety, Il.19.97,112.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [ép. plu. dat. -ῃς Il.19.97, -ῃσι A.R.4.687, Colluth.369, Opp.H.3.156, AP 2.175 (Christod.)]
engaño, falacia Ἥρη ... δολοφροσύνῃς ἀπάτησεν Il.l.c., Ζεὺς δ' οὔ τι δολοφροσύνην ἐνόησεν Il.19.112, τοὺς δὲ ἅμ' ἕπεσθαι ... δολοφροσύνῃσιν ἄνωγεν (Circe) con engaños les mandaba seguirla A.R.l.c., δολοφροσύνῃ δ' ἐκέκαστο Eudoc.Cypr.93B., cf. Q.S.5.210, Nonn.D.20.290, 48.685, AP l.c., c. gen. subjet. δολοφροσύναι ὀνείρων Colluth.l.c.; σηπίαι ... δολοφροσύνῃσι μέλονται Opp.l.c.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, listiger Anschlag, List; Homer zweimal, Il. 19, 97. 112; – Ap. Rh. 4, 687.

Greek (Liddell-Scott)

δολοφροσύνη: ἡ, διολιότης, πανουργία, Ἰλ. Τ. 97, 112.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ruse, fourberie.
Étymologie: δολόφρων.

English (Autenrieth)

wile, Il. 19.97 (pl.) and 112.

Greek Monolingual

δολοφροσύνη, η (AM)
δολιότητα, πανουργία.

Greek Monotonic

δολοφροσύνη: ἡ, πονηριά, δολιότητα, πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δολοφροσύνη:коварство, лукавство, хитрость Hom.

Middle Liddell

δολοφροσύνη, ἡ, n
craft, subtlety, wiliness, Il. [from δολόφρων