δολιότητα

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η (AM δολιότης)
η ιδιότητα του δόλιου, απάτη, πανουργία
νεοελλ.
δόλια πράξη.