μεγαλοεργός

Revision as of 11:15, 25 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργός, όν, = μεγαλοεργής: τὸ μεγαλοεργόν = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. μεγαλουργής.

Greek Monolingual

μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργός: стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = μεγαλοεργής.

Middle Liddell

= μεγαλοεργής, Plut.]