μεγαλοεργής

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργής Medium diacritics: μεγαλοεργής Low diacritics: μεγαλοεργής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: megaloergḗs Transliteration B: megaloergēs Transliteration C: megaloergis Beta Code: megaloergh/s

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργής, ές, performing great deeds, Glossaria Adv. μεγαλουργῶς ib.

German (Pape)

[Seite 106] u. -εργία, s. μεγαλουργής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. μεγαλουργής.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργής: стяж. μεγᾰλουργής 2 творящий великие дела или величественный (Luc. - v.l. μεγαλοεργός).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοεργής: συνῃρ. -ουργής, ές, (*ἔργω) ὁ μεγάλα ἔργα πράττων, μεγαλουργός, ἔξοχος, Λουκ. Ἀλέξ. 4· ― μεγᾰλοεργία, ἡ, Πολύβ. 31. 3, 1· συνῃρ. -ουργία, Λουκιαν. π. Διαβολ. 17· ― μεγᾰλοεργός, συνῃρ. -ουργός, όν, = μεγαλοεργής, τὸ μεγ. = μεγαλοεργία, Πλουτ. Καῖσ. 58, Λουκ. Ἀλέξ. 4.

Greek Monolingual

μεγαλοεργής, -ές (Α)
βλ. μεγαλουργής.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργής: συνηρ. -ουργής, -ές (*ἔργω), αυτός που πράττει μεγάλα έργα, μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.

Middle Liddell

[*ἔργω
performing great deeds, magnificent, Luc.

Translations

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike