νύσταγμα

Revision as of 09:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ατος, τό, nap, short sleep, LXXJb.33.15.

German (Pape)

[Seite 271] τό, der Schlaf, Nick, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

νύσταγμα: τό, τὸ νυστάζειν, ἢ βραχὺς ὕπνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΓ΄, 15).

Greek Monolingual

νύσταγμα, τὸ (Α) νυστάζω
1. το να νυστάζει κάποιος
2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ' ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ).