νύσταγμα
English (LSJ)
ατος, τό, nap, short sleep, LXXJb.33.15.
German (Pape)
[Seite 271] τό, der Schlaf, Nick, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
νύσταγμα: τό, τὸ νυστάζειν, ἢ βραχὺς ὕπνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΓ΄, 15).
Greek Monolingual
νύσταγμα, τὸ (Α) νυστάζω
1. το να νυστάζει κάποιος
2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ' ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ).