ἐξάραγμα
English (LSJ)
[ᾰρ], ατος, τό, = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.
German (Pape)
[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.
Greek Monolingual
ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.