ἀμφοτερόγλωσσος
English (LSJ)
ον, speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.
Spanish (DGE)
-ον
fig. de doble lengua de Zenón c. alusión a su capacidad dialéctica, Timo 45, cf. Eust.1440.35.
German (Pape)
[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.
Greek Monolingual
ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφοτερόγλωσσος: двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против (Ζήνων ὁ Ἐλεάτης Timon ap. Plut.).