Μελιταῖος

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, of or from Melita (Malta), κυνίδιον M. Maltese lapdog, Arist.HA612b10, cf. Thphr. Char.21.9, Str.6.2.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Μελῐταῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ Μελίτης («Μάλτας») κυνίδια Μελιταῖα, κυνάρια μικρὰ τῆς «ποδιᾶς», ἅπερ ἔτρεφον αἱ ἁβροδίαιτοι δέσποιναι πρὸς τέρψιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, τέλ., πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21, Στράβ. 277, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελιταῖα· ὀθόνιά τινα διάφορα ἐκ Μελίτης τῆς νήσου».

Russian (Dvoretsky)

Μελῐταῖος: с острова Мелита, мелитский (κυνίδιον Arst.).