αἰσιμία

Revision as of 12:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, due apportionment, αἰσιμίαις πλούτου A.Eu.996.

Spanish (DGE)

(αἰσῐμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Fr.18.9; αἰσίμη, -ης Theognost.Can.16
• Prosodia: [-σῐ-]
1 parte debida c. gen. πλούτου A.Eu.996 (var.)
equidad ἐν αἰσιμίῃ ... ἄνυσσεν ἀρχήν IO 481.3 (III d.C.).
2 oráculo σήν, Φοῖβε, κατ' αἰσιμίην Call.l.c., cf. Theognost.l.c., EM α 550, Et.Gen.α 243.
• Etimología: Cf. αἶσα.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσιμία: ἡ, εὐτυχία, αἰσιμίαις πλούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 996.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avantage, jouissance.
Étymologie: αἴσιμος.

Greek Monotonic

αἰσιμία: ἡ, ευτυχία· αἰσιμίαις πλούτου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσῐμία: ἡ счастье, радость: χαίρειν ἐν αἰσιμίαισι πλούτου Aesch. наслаждаться богатством.

Middle Liddell

[from αἴσιμος
happiness, αἰσιμίαις πλούτου Aesch.