αἴσιμος
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
αἴσιμον, also η, ον Od.23.14: (αἶσα):—Ep. Adj.
A appointed by the will of the gods, destined, αἴσιμον ἦμαρ the fatal day of death, Il.8.72, Bacisap.Hdt.9.43, etc.; αἴσιμόν ἐστι Il.21.291.
II agreeable to the decree of fate, meet, fitting, αἴσιμα εἰπεῖν Od.22.46; αἴσιμα εἰδώς, opp. αἴσυλα ῥέζειν, 2.231; φρένας αἰσίμη right-minded, 23.14; αἴσιμα πίνειν to drink in decent measure, 21.294.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-ος, -η, -ον Od.23.14]
I 1 de medida equivalente o de valor equivalente τίσειν αἴ. πάντα Od.8.348, πνεύματος ἐλλείποντος ἐσέρχεται αἴ. ὕδωρ Emp.B 100.15, 21
• bien medido, comedido, discreto, justo ἀμείνω δ' αἴ. πάντα Od.7.310, ἔργα Od.14.84, φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς Od.2.231, cf. 5.9, Il.15.207, πίνειν Od.21.294, ταῦτα μὲν αἴ. εἶπας Od.22.46.
2 en sentido personal medido, pesado, marcado ῥέπε δ' Ἕκτορος αἴ. ἦμαρ (en el pesaje de las almas) Il.22.212, cf. 8.72
• a causa de estos contextos mortal, fatal, Il.21.100, Bacis en Hdt.9.43
• αἴσιμόν (ἐστι) τινι es su destino c. inf. οὐδ' ... σφι κιχήμεναι αἴ. ἦεν Il.15.274, cf. 21.291, 495, Od.15.239, Hes.Sc.336, A.R.4.1226, αἴσιμον ἦμαρ Orac.Sib.3.569, 741.
II adv. αἰσίμως = favorablemente, con éxito συγγράψαι ... τὸν πρὸς Πέρσας αἰσίμως αὐτῷ χειρισθέντα πόλεμον Lyd.Mag.3.28.
• Etimología: Cf. αἶσα.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 marqué par le destin, fatal : αἴσιμον ἦμαρ IL jour fatal, jour de la mort ; αἴσιμόν ἐστι IL c'est l'arrêt du destin;
2 conforme aux arrêts du destin ; sage, prudent, mesuré : αἴσιμα εἰδώς OD à l'esprit prudent ; αἴσιμα εἰπεῖν OD dire des choses sensées ; adv. • αἴσιμα πίνειν OD boire avec mesure.
Étymologie: αἶσα.
German (Pape)
ον, fem. αἰσίμη Od. 23.14, adj. zu αἶσα, was man vgl.; Od. 7.310 ἀμείνω δ' αἴσιμααάντα, Alles was billig, geziemend, schicklich ist; αἴσιμα παρειπών Il. 6.62, Od. 22.46 ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί, πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ' ἐπ' ἀγροῦ; αἴσιμα εἰδέναι, gerecht sein, Il. 15.207; βασιλεὺς φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς Od. 2.231; τίσειν αἴσιμα πάντα, Alles was billig ist bezahlen Od. 8.348; αἴσιμα πίνειν Od. 21.294, mäßig trinken; αἴσιμα ἔργα Od. 14.84; πρὶν δὲ φρένας αἰσίμη ἦσθα, du warst eine vernünftige Frau, Od. 23.14, Gegensatz μάργη, ἄφρων; – αἴσιμον ἦμαρ = κὴρ θανάτοιο Il. 8.72, 22.212; δὴ γάρ σφι παρίσταται αἴσιμον ἦμαρ Od. 16.280; αἴσιμόν ἐστι c. inf. = es ist beschieden Il. 9.245, 15.274, 21.291, 495, Od. 15.239. – Mosch. 2.106.
Russian (Dvoretsky)
αἴσῐμος: и 3
1 назначенный судьбой, роковой, неизбежный (ἦμαρ Hom.): οὔ τοι δαμήμεναι αἴσιμόν ἐστι Hom. не суждено тебе быть покоренным;
2 справедливый; подобающий, надлежащий: αἴ. φρένας Hom. разумный; ταῦτα αἴσιμα εἶπες Hom. эти слова твои справедливы; μὴ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς Hom. не знающий справедливости.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσιμος: -ον, καὶ η, ον, Ὀδ. Ψ. 14: (αἶσα), Ἐπ. ἐπίθ. ὡς τὸ Λατ. fatalis, ὡρισμένος τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, προωρισμένος, αἴσιμον ἦμαρ, ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα, ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου, Ἰλ. Θ. 72, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43, κτλ., αἴσιμόν ἐστι, εἶναι προωρισμένον, πεπρωμένον, Ἰλ. Φ. 291. ΙΙ. σύμφωνος πρὸς τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ὁρισθέν, κατάλληλος, ὀρθός· αἴσιμα εἰπεῖν, Ὀδ. Χ. 46· αἴσιμα εἰδώς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ αἴσυλα ῥέζειν, Β. 231 καὶ 232· αἰσίμη φρένας, ὀρθὰς ἔχουσα τὰς φρένας, καλῶς διατεθειμένη, Ψ. 14· αἴσιμα πίνειν, πίνειν κατὰ τὸ προσῆκον μέτρον, Φ. 294.
English (Autenrieth)
(αἶσα): destined, due, suitable, right; αἴσιμον ἦεν, αἴσιμον ἦμαρ, day ‘of destiny,’ αἴσιμα εἰδέναι, ‘righteous thoughts;’ pers., φρένας αἰσίμη ἦσθα, Od. 23.14.
Greek Monotonic
αἴσιμος: -ον και -η, -ον (αἶσα),Λατ. fatalis,
I. καθορισμένος από την βούληση των θεών, προορισμένος· αἴσιμον ἦμαρ, η μοιραία, η αναπόφευκτη ημέρα, η μέρα του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αἴσιμόν ἐστι, είναι πεπρωμένο, προκαθορισμένο, στο ίδ.
II. αυτός που συμφωνεί με ό,τι όρισε η μοίρα, δίκαιος, αρμόζων, κατάλληλος, ορθός· αἴσιμα εἰπεῖν, αἴσιμα εἰδώς, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
αἶσα
I. Lat. fatalis, appointed by the will of the gods, destined, αἴσιμον ἦμαρ the fatal day, day of death, Il., etc.; αἴσιμόν ἐστι it is fated, Il.
II. agreeable to fate, meet, right, αἴσιμα εἰπεῖν, αἴσιμα εἰδώς Od.
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı