τέκτων
English (LSJ)
ονος, ὁ (fem. in A.Ag.1406, E.Med.409),
A worker in wood, carpenter, joiner, τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Il.6.315, cf. Sapph.91; τέκτονος υἱόν, Ἁρμονίδεω . . ὂς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Il.5.59; νηῶν, δούρων τ., Od.9.126, 17.384, cf. 19.56, 21.43; [πίτυν] οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.390; τ., ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης 15.411; τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες οὐ ξυλουργικά E.Fr.988, cf. A.Fr.357, S.Fr.474, X.Mem.1.2.37: it is freq. opp. to a smith (χαλκεύς), Pl.Prt.319d, R.370d, X.HG3.4.17; to a mason (λιθολόγος), Th.6.44, cf. Ar.Av.1154: freq. in Inscrr., IG12.373.245, etc., and Papyri, PCair.Zen.27.3 (iii B.C.), etc.:—but also, 2 generally, any craftsman or workman, κεραοξόος τ. a worker in horn, Il.4.110, cf. S.Tr.768; rarely of metal-workers, h.Ven.12; τ. Δίου πυρὸς Κύκλωπας E.Alc.5; sculptor, statuary, ib. 348. 3 master in any art, as in gymnastics, Pi.N.5.49; of poets, τέκτονες σοφοὶ (sc. ἐπέων) Id.P.3.113; τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Cratin.70 (ap.Ar.Eq.530); τέκτονες κώμων, i.e. the χορευταί, Pi.N. 3.4; τ. νωδυνίας, i.e. a physician, Id.P.3.6; δεξιᾶς χερὸς ἔργον, δικαίας τέκτονος a true workman, A.Ag.1406. 4 metaph., maker, author, νεικέων ib.152 (lyr.); κακῶν E.Med.409; γένους the author of a race, A.Supp.594 (lyr.), cf. 283; ψευδῶν τ. Heraclit.28; ὁ γὰρ χρόνος μ' ἔκαμψε, τ. μὲν σοφός Crates Com.39. (Cf. Skt. ták[snull ]an- 'carpenter', ták[snull ]ati, tā[snull ][tnull ]i 'form by cutting, plane, chisel, chop', Lett. test, tēst 'hew, plane', etc.: cf. τέχνη.)
German (Pape)
[Seite 1084] ονος, ὁ, jeder in Holz arbeitende Handwerker, bes. der Zimmermann, der Schiffszimmermann, der Baumeister; τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν, Il. 6, 315, vgl. 15, 411 u. 5, 59 ff.; πίτυν οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι, νήϊον εἶναι, 13, 390; οὐδ' ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, Od. 9, 126; τέκτονα δούρων, 17, 384, wo er zu den δημιοεργοῖς gerechnet wird (s. dieses Wort); Hes. O. 25 u. sonst; vgl. Plat. Rep. X, 597 d, wo er δημιουργὸς κλίνης heißt; Thuc. 6, 44 u. öfter; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 37. 4, 4, 5. Uebh. jeder Arbeiter, der Etwas verfertigt, κεραξόος, Il. 4, 110, ein Hornarbeiter; auch von Metallarbeitern, Schmieden, H. h. Ven. 12; χαλκεύς, Plat. Prot. 319 d; χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα, Pind. P. 5, 34. – Auch übertr. von Dichtern, τέκτονες σοφοὶ ἐπέων, Pind. P. 3, 113, wie κώμων, N. 3, 4; τέκτονα νωδυνιᾶν ἅμερον, P. 3, 6, von Asklepios, dem Stiller der Schmerzen, der Schmerzlosigkeit hervorbringt; ὕμνων, Ar. Equ. 528; Paul. Sil. 52 (VI, 66) vrbdt τέκτονα δονάκων χαλκόν; – poet. auch der Erzeuger, Aesch. γένους, Suppl. 589; u. übertr., θυσία νεικέων τέκτων, Ag. 148, vgl. 1379; bes. im schlimmen Sinne, der Ränkeschmied.