ουν, gen. οδος,
A with feet swift as the wind, EM20.6.
ἀνεμόπους: ουν, γεν. -οδος, ἔχων πόδας ταχεῖς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἐτυμολ. Μ. 20. 6: - οὕτως, ἀνεμόπτερος, ον, Μανασσ. Χρον. 3652.