v. ὑφεῖσα.
ασα, αν;part. ao. Act. de ὑπίζω.
ὑπείσας: Ἰων. μετοχ. ἀορ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ὑφίημι.
ὑπείσας: Ιων. μτχ. αορ. αʹ του ὑφ-εῖσα.
ὑπείσας: ион. (= ὑφείσας) part. aor. 1 к ὑφεῖσα.