ὑποφῆτις

Revision as of 22:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(properisp.), ἡ, fem. of ὑποφήτης, Ἀφροδίτης (of Phryne) Ath.13.590e; Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν . . σάλπιγγα AP6.46 (Antip. Sid.):—διᾱβολιᾶν ὑποφάτιες prob. purveyors of slander (= ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι Sch.), perhaps in reference to the ποταγωγίδες of Hiero, Pi.P.2.76: v.l. ὑποφάντιες (lemma in Sch.E), which might be taken as suggestions (Dor. for Υποφάνσεις).

Russian (Dvoretsky)

ὑποφῆτις: ιδος ἡ прорицательница, жрица Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφῆτις: ἡ, θηλ. τοῦ ὑποφήτης, Ἀθήν. 590Ε· Ἐνυαλίοιο καὶ Εἰράνας ὑποφᾶτιν... σάλπιγγα Ἀνθ. Π. 6. 46. ― Ἐν Πινδ. Π. 2. 140 (76) ὁ Herm. ἑρμηνεύει τὸ διαβολιᾶν ὑποφάτιες ὡς = ποταγωγίδες, δηλ. αἱ προσάγουσαι τὰς διαβολάς· ἀλλ’ ὁ Böckh προτείνει τὴν διόρθωσιν ὑποφαύτιες, Αἰολ. ἀντὶ ὑποφάσεις, ὁ δὲ Bgk. ὑποφάντιες, Δωρ. ἀντὶ ὑποφάνσεις, ὑπομνήσεις, ὑποδηλώσεις, ὑπαινιγμοί. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
βλ. ὑποφήτης.

Greek Monotonic

ὑποφῆτις: Δωρ. -φᾶτις, ἡ, θηλ. του ὑποφήτης, σε Πίνδ., Ανθ.

Middle Liddell

ὑπο-φῆτις, δοριξ -φᾶτις, ιος, ἡ, [fem. of ὑποφήτης, Pind., Anth.]