διαρρυθμίζω
English (LSJ)
A adjust, κανόνα IG12.373.70; arrange in order, LXX 2 Ma.7.22.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρυθμίζω: κατατάσσω, διευθετῶ κατὰ τάξιν, Μακκαβ. 2. 7, 22.
A adjust, κανόνα IG12.373.70; arrange in order, LXX 2 Ma.7.22.
διαρρυθμίζω: κατατάσσω, διευθετῶ κατὰ τάξιν, Μακκαβ. 2. 7, 22.