διαρρυθμίζω
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
adjust, κανόνα IG12.373.70; arrange in order, LXX 2 Ma.7.22.
Spanish (DGE)
1 ajustar κανόνα IG 13.475.70 (V a.C.).
2 poner en orden, componer τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διερρύθμισα LXX 2Ma.7.22, τὸν οἰκεῖον βίον Thdt.M.80.1237C.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρυθμίζω: κατατάσσω, διευθετῶ κατὰ τάξιν, Μακκαβ. 2. 7, 22.
Greek Monolingual
(Α διαρρυθμίζω)
διευθετώ, τακτοποιώ.
German (Pape)
zusammenfügen, Sp.