Ἠώς
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
French (Bailly abrégé)
Ἠοῦς (ἡ) :
]l'Aurore personnifiée.
Étymologie: cf. ἠώς.
Russian (Dvoretsky)
Ἠώς: ἡ эп. = Ἓως.