ἀθυμητέον
English (LSJ)
one must lose heart, X.An.3.2.23; οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.
Spanish (DGE)
hay que desanimarse οὐδ' ὣς ἡμῖν γε ἀθυμητέον X.An.3.2.23, οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀθυμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῡμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ ἀθυμῇ, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 23· τοῖς παροῦσι πράγμασιν οὔτε ἀθ., Δημ. 40, 11.
Greek Monotonic
ἀθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να αποθαρρύνει, σε Ξεν.