ἀντικατάλλαξις

Revision as of 17:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, profits of commerce, D.L.7.99, BGU1210.177 (ii A. D., pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: graf. αλα- PGnom.90
beneficio, compensación ἐκ τῆς πραγματείας D.L.7.99, cf. PGnom.177 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 252] ἡ. der Gewinn von einer Unternehmung, Diog. L. 7, 99.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατάλλαξις: εως ἡ прибыль, выгода, польза Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατάλλαξις: -εως, ἡ, τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Διογ. Α. 7. 99.

Greek Monolingual

ἀντικατάλλαξις, η (Α)
εμπορικό κέρδος.