польза
From LSJ
Russian > Greek
πρᾶξις, τέλος, πλεονεξία, χρῆσις, ἀγαθόν, διόρθωσις, καιρός, κερδαλέον, κέρδος, συμφέρον, ἐπανόρθωσις, ἀνόρθωσις, ἐπαύρερσις, χρειῶδες, χρήσιμον, ὄνησις, ὄνασις, σύμφορον, ὄφελος, ὠφέλησις, εὐχρήστημα, λυσιτέλεια, λυσιτελές, ὠφέλιμον, ὠφέλημα, ὠφέλεια, ὠφελία, ὠφελίη, ἐπωφέλεια, ἄρος, ἀντικατάλλαξις, ἐπαύξησις, χρεία