ἀντιπαραβολή

Revision as of 13:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, reply by comparison or contrast, Arist.Rh.1414b10, 1419b34, Plu.2.40f, Longin.Fr.11, Ruf. ap. Orib.49.30.9.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
ret. comparación, contraste Arist.Rh.1414b10, Thphr.Lex.p.141, Plu.2.40f, τοῦ ἐναντίου Arist.Rh.1419b34, πρὸς τὸν ἕτερον ἀγκῶνα Ruf. en Orib.49.31.9.

German (Pape)

[Seite 257] ἡ, Vergleichung, Arist. rhet. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rapprochement, comparaison.
Étymologie: ἀντιπαραβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαραβολή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον σύγκρισιςἀντιπαράθεσις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 3., 3. 19, 5, Πλούταρχ., Ἀθήν., Λογγῖν.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.

Greek Monotonic

ἀντιπαραβολή: ἡ, πιστή, πιστή σύγκριση ή αντιπαραβολή, σε Αριστ.

Middle Liddell

[from ἀντιπαραβάλλω
close comparison or contrast, Arist.