αντιπαράθεση
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
η (AM ἀντιπαράθεσις)
αντιπαραβολή, σύγκριση
νεοελλ.
τοποθέτηση εναντίον κάποιου, εχθρική στάση
μσν.
αντιστοιχία.