ἀποαίνυμαι

Revision as of 13:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. ἀπαίνυμαι.

Spanish (DGE)

c. ac. y gen. quitar, arrebatar δούρατα ... τὰ κταμένων ἀποαίνυμαι Il.13.262, ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται ... Ζεὺς ἀνέρος Od.17.322, νέας ... αὐτῶν Hes.Op.247 (ap. crít.)
solo c. ac. privar de νόστον Od.12.419, 14.309.

German (Pape)

[Seite 296] wegnehmen, Hom. Iliad. 13, 262 ἀποαίνυμαι, τί τινος; Od. 17, 322 ἀποαίνυται, τί τινος; Od. 12, 419. 14, 309 θεὸς δ' ἀποαίνυτο νόστον; – Mosch. 2, 66 ἀπαίνυτο.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀποαίνυτο;
enlever, ôter, ravir : τί τινος qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, αἰνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποαίνυμαι: ἴδε ἀπαίνυμαι.

English (Autenrieth)

only pres. and ipf.: take away; τινός τι, ρ 322, Il. 13.262.
see ἀπαίνυμαι.

Greek Monotonic

ἀποαίνυμαι: Επικ. αντί ἀπαίνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποαίνῠμαι: Hom. = ἀπαίνυμαι.