consequent
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
adj.
Ar. and P. ἀκόλουθος, P. ἑπόμενος, συνεπόμενος.
Be consequent on, v.; P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).