σύστοιχος
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
σύστοιχον,
A belonging to the same column or series, coordinate, correspondent, πῦρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων = fire and earth and their coordinates (viz. air and water) Arist. GC315a21, cf. Mete.340a5; λέγεται σύστοιχα τὰ τοιάδε· οἷον τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος τῇ δικαιοσύνῃ Id.Top.114a27, cf. Rh.1364b34; σύστοιχα ἀλλήλοις Id.PA670b22; τὰς . . σ. τῶν ἐν τοῖς μέρεσι [κινήσεων] ἀρχάς Id.IA707a11; τὸ γλυκὺ καὶ τὸ λευκὸν καλῶ σύστοιχα, γένει δ' ἕτερα Id.Sens.448a16; ὁ γλυκὺς καὶ λιπαρὸς καὶ ὅσοι σ. τούτοις Thphr.CP6.4.2, cf. Epicur.Ep.1p.27U.; of the concomitant circumstances of disease, Diocl.Fr.34. Adv., τὰ συστοίχως λεγόμενα Arist.Sens.448a14.
2 Gramm. = ἀντίστοιχος ΙΙ, Eust.468.31.
3 generally, consonant, congruous, τὰ λοιπὰ δ' ἦν τούτοις ὅμοια καὶ σύστοιχα Plb.13.8.1, cf. Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).117; οὐδὲ γὰρ σύνστοιχοι ἑατῶν γίνεσθε γεγραφηκότες . .you are not even consistent with one another, BGU 1205.9 (i B.C.); ὁ μὲν νοῦς σ. ἔστω καὶ πυκνός, ἡ λέξις δὲ . . Luc.Hist. Conscr.43.
German (Pape)
[Seite 1045] mit Andern zusammen, in derselben Reihe stehend, zu derselben Klasse, Ordnung gehörig; καὶ ὅμοια, Pol. 13, 8, 1; von demselben Geschlecht, Arist. oft, der z. B. top. 2, 9 τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος als σύστοιχος τῇ δικαιοσύνῃ bezeichnet, metaphys. 3, 2 u. s. das Vorige; er nennt unter den Elementen Luft und Feuer, wie Wasser und Erde σύστοιχα, dagegen Feuer und Wasser, Luft und Erde ἀντίστοιχα. Bei den Gramm. heißen die mit demselben Organ ausgesprochenen Buchstaben σύστοιχα, wie β, π, φ, dagegen die ihren Eigenschaften nach einander entsprechenden, wie π, κ, τ, ἀντίστοιχα, was, wie der Gebrauch des Arist. top. 2, 9, vgl. eth. Nicom. 1, 6, 7 u. metaph. 1, 5 (τὰς ἀρχὰς δέκα λέγουσιν εἶναι τὰς κατὰ συστοιχίαν λεγομένας
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
serré, pressé, dont les parties sont fortement liées.
Étymologie: σύν, στείχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύστοιχος -ον [σύν, στοῖχος] tot dezelfde reeks behorend. consistent, consequent, vrij van tegenstrijdigheden. Luc. 59.43.
Russian (Dvoretsky)
σύστοιχος: находящийся в одном ряду, одного порядка, однородный (τινι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύστοιχος: -ον, ὁ ἱστάμενος ἐν τῷ αὐτῶ στοίχῳ, ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ μετά τινος, ὁμοταγής, παράλληλος, ἀντίθετον τῷ ἀντίστοιχος (ὁ ἱστάμενος ἐν τῇ ἀπέναντι σειρᾷ ἢ τάξει), οἷον τὸ στοιχεῖον ἀὴρ καὶ πῦρ, ὕδωρ καὶ γῆ εἶναι σύστοιχα, ἀλλὰ ὕδωρ καὶ πῦρ, ἀὴρ καὶ γῆ εἶναι ἀντίστοιχα, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 14, πρβλ. Μετεωρολ. 1. 3, 11· οὕτω, λέγεται σύστοιχα τὰ τοιάδε· οἷον τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος τῇ δικαιοσύνῃ ὁ αὐτ. ἐν Τόπ. 2. 9, 1, πρβλ Ρητορ. 1. 7, 27· σύστοιχα ἀλλήλοις ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 17· τὸ γλυκὺ καὶ τὸ λευκὸν (λιπαρόν;) καλῶ σύστοιχα ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 7, 14· τὸν γλυκὺν καὶ λιπαρὸν (δηλ. χυμὸν) καὶ ὅσοι σύστοιχοι τούτοις Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 2, - Ἐπίρρ., τὰ συστοίχως λεγόμενα Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 14. 2) ἐν τῇ γραμματικῇ, τὰ γράμματα διαιρούμενα μὲν κατὰ τὸ ὄργανον τῆς φωνῆς δι’ οὗ προφέρονται λέγονται σύστοιχα, δηλ. τὰ χειλεόφωνα π β φ, τὰ γλωσσόφωνα τ δ θ, τὰ οὐρανισκόφωνα κ γ χ· ἡ σχέσις αὕτη τῶν γραμμάτων καλεῖται συστοιχία, (ἐν ᾧ ἡ σχέσις αὐτῶν ὡς ψιλῶν, μέσων, δασέων ἐκαλεῖτο ἀντιστοιχία, π. χ. ἡ φιάλη κατ’ ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 501Β).
Greek Monolingual
-η, -ο / σύστοιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη»
(σχετικά με τετράποδα ή πολύποδα ζώα) τα πόδια ή τα μέλη που βρίσκονται προς την ίδια πλευρά, δηλαδή όλα τα δεξιά ή όλα τα αριστερά πόδια
β) «σύστοιχο αντικείμενο»
γραμμ. αντικείμενο σε αιτιατική που συντάσσεται με ρήμα το οποίο παράγεται από την ίδια ρίζα, όπως λ.χ. τρώγω καλή τροφή
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σύστοιχα γράμματα» — γράμματα που προφέρονται με το ίδιο φωνητικό όργανο, όπως είναι τα χειλικά π, β, φ, τα οδοντικά τ, δ, θ κ.ά.
αρχ.
ομόφωνος, σύμφωνος («ὅμοια καὶ σύστοιχα», πάπ.).
επίρρ...
συστοίχως ΝΜΑ, και σύστοιχα Ν
κατά τρόπο σύστοιχο, στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -στοιχος (< στοῖχος «σειρά, γραμμή»), πρβλ. περί-στοιχος].
Greek Monotonic
σύστοιχος: -ον, αυτός που στέκεται στην ίδια σειρά με κάποιον, ομοταγής, αυτός που ανήκει στην ίδια κατηγορία ή στο ίδιο είδος με κάποιον άλλον, αντίθ. προς το ἀντίστοιχος (αυτός που ανήκει σε αντίθετη, στην απέναντι σειρά ή τάξη), σε Αριστ.
Middle Liddell
σύ-στοιχος, ον,
standing in the same row, coordinate, correspondent, opp. to ἀντίστοιχος (standing in opposite rows), Arist.