ἐντεροειδής

Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, like intestines, Arist.HA508b11.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un intestino (κοιλία) ἐ. estómago, parecido a un intestino de ciertos peces, Arist.HA 508b11.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεροειδής: имеющий форму кишок (κοιλία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροειδής: -ές, ὅμοιος ἐντέρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 35, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 85, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐντεροειδής, -ές)
όμοιος με έντερο.