ἐντεροειδής

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεροειδής Medium diacritics: ἐντεροειδής Low diacritics: εντεροειδής Capitals: ΕΝΤΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: enteroeidḗs Transliteration B: enteroeidēs Transliteration C: enteroeidis Beta Code: e)nteroeidh/s

English (LSJ)

ἐντεροειδές, like intestines, Arist.HA508b11.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un intestino (κοιλία) ἐ. estómago, parecido a un intestino de ciertos peces, Arist.HA 508b11.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεροειδής: имеющий форму кишок (κοιλία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεροειδής: -ές, ὅμοιος ἐντέρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 35, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 85, 14.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐντεροειδής, -ές)
όμοιος με έντερο.