deviate
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. παρατρέπεσθαι, παραλλάσσειν, ἀποκλίνειν; see swerve.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
P. παρατρέπεσθαι, παραλλάσσειν, ἀποκλίνειν; see swerve.