λυχνοπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ, dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.
Greek Monolingual
λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.