λυχνοπώλης

Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.

Greek Monolingual

λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λυχνο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in lamps or lanterns, Ar.