πέπληγον

Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, v. πλήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] aor. II. zu πλήσσω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. épq. de πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

πέπληγον: эп. aor. 2 к πλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπληγον: πεπληγέμεν, πεπλήγετο, πεπληγώς, ἴδε ἐν λέξ πλήσσω.

English (Autenrieth)

see πλήσσω.

Greek Monotonic

πέπληγον: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πλήσσω· απαρ. πεπληγέμεν, μτχ. πεπληγώς· Μέσ. γʹ ενικ. πεπλήγετο.