ἀμπελίων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, kind of singing bird, Dionys.Av.3.2.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
cierto pájaro D.P.Au.3.2, DP 4.34, Poll.6.52, cf. ἀμπελίς II.
German (Pape)
[Seite 128] ωνος, ὁ, ein Singvogel, Opp. Ix. 3, 2; nach Poll. 6, 52 späterer Name für ἀμπελίς.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
vinette ou gobe-mouches, oiseau.
Étymologie: ἄμπελος, cf. ἀμπελίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελίων: ὁ, εἶδος ᾠδικοῦ πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2· πρβλ. ἀμπελὶς ΙΙ.