ἄμπελος
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ἡ, any climbing plant with tendrils, esp.
A grape vine, Vitis vinifera (ἄμπελος οἰνοφόρος Dsc.4.181; ἄμπελος τῆς Ἴδης is a variety, Vitis vinifera apyrena, Vitis vinifera L., var. Apyrena, grape currant, Corinthian raisin Thphr.HP3.17.4), Hom. (not in Il. exc. in Adj. ἀμπελόεις), etc.; πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ἄμπελοι Od.9.110, cf.133, Alc.44, Hdt. 4.195, etc.; ἄμπελον καὶ ἐλάαν καὶ τὰ ἄλλα ἀκρόδρυα = the vine and olive and the other fruit-trees Thphr.HP4.4.11; ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν = the vines round the sanctuary being cut down, in collective sense (cf. ἵππος, ἡ), Th.4.90; of wine, ἀμπέλου δρόσος Pi.O.7.2; ἀμπέλου παῖς Id.N.9.52.
2 ἄμπελος ἀγρία = wild vine, Vitis silvestris, Dsc.4.181, 5.2, Plin.HN23.19:—also = ἄμπελος λευκή, Thphr.9.14.1, 9.20.3, Gal.14.186.
3 ἄμπελος λευκή = bryony, Bryonia cretica, Dsc.4.182, Gal.11.826 (but λευκὴ ἄμπελος = white grape, Thphr.CP1.20.5).
4 ἄμπελος μέλαινα = black bryony, Tamus communis, Dsc.4.183, Gal.11.827.
5 ἄμπελος ποντία = wrack, Fucus volubilis, Thphr.HP4.6.9.
II vineyard, Ael.NA11.32.
III engine for protecting besiegers, mantlet, Apollod.Poliorc.141.7.
IV measure of length = 20 palms (παλαισταί), Hero *Deff.131.
V = αἰγιαλός (seashore) (Cyren.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [gen. sg. lesb. ἀμπέλω Alc.342, ac. plu. lesb. ἀμπέλοις Alc.130 a 9, dór. ἀμπέλος Theoc.5.109]
I bot.
1 cepa, vid, Vitis vuinifera L. πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι Od.9.110, cf. 133, 24.246, Alc.119.13, 130 a 9, 342, Hippon.58, Simon.97, Hdt.4.195, S.Tr.704, Ar.Nu.1124, E.Ba.651, Arist.Pol.1330b29, LXX Ge.40.9, PCair.Zen.736.28 (III a.C.), Theoc.5.109, I.AI 1.140, Nonn.D.12.344
•de una cepa de oro hecha por Hefesto Il.Paru.6.1, regalada por Príamo a Astíoco, Acus.40, στέφανος χρυσōς, ἀνπέλο IG 22.1640.11 (IV a.C.), cf. Aristeas 79
•en sus dif. variedades ἄ. τῆς Ἴδης Vitis vinifera apyrena Jaq., Thphr.HP 3.17.4, ἄ. κάπνειος cepa de uva negra, PCair.Zen.33.13 (III a.C.), ἄ. λευκή de uva blanca (pero cf. II) Thphr.CP 1.20.5, Gp.5.2
•fig. de Jesucristo ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή Eu.Io.15.1, cf. Clem.Al.Paed.2.2.29
•como símbolo crist. en varios sent., Iren.Lugd.Haer.5.2.3, Herm.Sim.5.5.2, Origenes Hom.2.1 in Ier.p.17.21.
2 vina, viñedo Th.4.90, PTeb.815.5.39 (III a.C.), PCair.Zen.604.2 (III a.C.), Apoc.14.18, 19, POxy.1473.3, 27 (III a.C.), 1900.13 (VI a.C.).
II otras plantas
1 ἄ. ἀγρία Bryonia dioica Jacq. o agriámpelos, B. cretica L., nueza Hp.Fist.9, Thphr.HP 9.14.1, 20.3, Gal.14.186, Dsc.4.181, 5.2, Plin.HN 23.19, tb. llamada ἄ. λευκή Dsc.4.182, Gal.11.826
•ἄ. μέλαινα nueza negra o brionia negra, Tamus communis L., Dsc.4.183, Gal.11.827, Gp.7.15.20.
2 ἄ. πότνια cierta alga quizá Fucus spiralis L., Thphr.HP 4.6.9, cf. Ael.NA 13.3.
III zool. un tipo de leopardo Ael.NA 10.39.
IV milit. vinea o mantelete Apollod.Poliorc.141.7, 143.4.
V el ampelos medida de longitud = 20 παλαισταί = 1,542 metros, Hero Def.131.
VI ciren. playa Hsch.
• Etimología: Palabra de substrato pregriego.
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, 1) Weinstock, Hom. dreimal, Od. 9, 110 ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται, πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει, 133 μάλα κ' ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν, 24, 246 οὐ φυτόν, οὐ συκῆ, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη, οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον; – Folgende überall; – = Weinberg Ael. H. A. 11, 32. – 2) Belagerungsmaschine, vinea, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 plant de vigne, vigne, plante;
2 vignoble.
Étymologie: p.ê. ἀμφί, εἵλω s'enrouler.
Russian (Dvoretsky)
ἄμπελος: ἡ виноградная лоза, виноград Hom., HH, Pind., Trag., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμπελος: ἡ, τὸ κλῆμα, «κούτσουρον», Λατ. vitis, Ὅμ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ. ἐκτὸς ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ἀμπελόεις), κτλ· πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ἄμπελοι Ὀδ. Ι. 110, πρβλ. 133, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.: ἄμπελον τὴν περὶ τὸ ἱερὸν κόπτοντες, περιεκτικῶς) πρβλ. ἵππος, ἡ), Θουκ. 4. 90· ὁ οἶνος καλεῖται δρόσος ἀμπέλου Πινδ. Ο. 7. 3, καὶ ἀμπέλου παῖς Ν. 9. 124, (ὡς τἀνάπαλιν, ἡ ἄμπελος λέγεται οἴνου μήτηρ Αἰσχ. Πέρσ. 614, Εὐρ. Ἄλκ. 757). 2) ἄμπ. ἀγρία ἢ λευκή, ἡ ἀγρία ἄμπ., ἴσως ἡ βρυωνία (βρουνιά), Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 9. 14, 1, Διοσκ. 4. 181 κἑξ: - ὡσαύτως, 3) εἶδος θαλασσίου φυτοῦ clematis maritima, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 6, 2. ΙΙ. = ἀμπελών, κοινῶς «ἀμπέλι», Αἰλ. περὶ Ζ. 11, 32, (ὁ Ἑρχέριος ἔχει ἀμπελῶνι ἀντὶ ἀμπέλῳ). ΙΙΙ. μηχανὴ πρὸς φύλαξιν τῶν πολιορκούντων, Λατ. vinea, Ἀπολλόδ. ἐν μαθημ. Ἀρχ. σ. 15. (Ἴσως ἐκ τοῦ ἀμπὶ (Αἰολ. ἀντὶ ἀμφὶ) καὶ τῆς √ΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἑλίσσω, ἕλιξ, εἰλύω).
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἄμπελος vine φιάλαν ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ (O. 7.2) νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ i. e. wine (N. 9.52) ]γονουτουν ἀμπελ[ Πα. 13c. 10.
English (Strong)
probably from the base of ἀμφότερος and that of ἅλων; a vine (as coiling about a support): vine.
English (Thayer)
ἡ (from Homer down), a vine: ἄμπελος τῆς γῆς in Rec.st omits τῆς ἀμπέλου.), John 15:19, signifies the enemies of Christ, who, ripe for destruction, are likened to clusters of grapes, to be cut off, thrown into the winepress, and trodden there.
Greek Monolingual
η (Α ἄμπελος)
ονομασία φυτών της οικογένειας τών Αμπελιδιδών νεοελλ.
1. το κλήμα που παράγει σταφύλια, το αμπελόκλημα
2. συστάδα από κλήματα, αμπέλι, αμπελώνας
3. γλυπτό ή ζωγραφικό κόσμημα στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο κλήμα
4. (στην εκκλησιαστική γλώσσα) το σύνολο τών χριστιανών
αρχ.
επικρατεί η πρώτη σημασία, μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη
φρ. «ἀμπέλου δρόσος» το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
ΠΑΡ. αμπελουργός, αμπελών
αρχ.
ἀμπελικός, ἀμπέλινος, ἀμπέλιον, ἀμπελίς, ἀμπελίτικος, ἀμπελῖτις, ἀμπελόεις
νεοελλ.
αμπελιανός, αμπελίτης, αμπελοειδή, αμπέλοψις, αμπελώνας
ΣΥΝΘ. Ως α' συνθ. αμπελοφύλαξ, αμπελόφυλλο(ν), αμπελόφυτος
αρχ.
ἀμπελάνθη, ἀμπελογενής, ἀμπελομιξία, ἀμπελοτόμος, ἀμπελοτρόφος, ἀμπελοφάγος, ἀμπελοφόρος
μσν.
ἀμπελεργάτης, ἀμπελοκομία, ἀμπελοκλαδής, ἀμπελότοπος
νεοελλ.
αμπελόβιος, αμπελογνωσία, αμπελογνώστης, αμπελογραφία, αμπελοδάφνη, αμπελοθεραπεία, αμπελοκαλλιέργεια, αμπελόκισσος, αμπελοκτηματίας, αμπελοκτήμονας, αμπελόμορφος, αμπελοποιία, αμπελοσίκυος, αμπελοφθόρος, αμπελοφυτεία. Ως β' συνθ. ευάμπελος, κατάμπελος, μισάμπελος, ολιγάμπελος, ορθάμπελος, πολυάμπελος, υπάμπελος, φιλάμπελος, χερσάμπελος].
Greek Monotonic
ἄμπελος: ἡ, αμπέλι, Λατ. viti, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. [πιθ. από το ἀμπί (Αιολ. αντί ἀμφί), ἕλ-ιξ, από τον ελικοειδή βλαστό του].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: grape-vine, Vitis vinifera (Il.).
Derivatives: ἀμπελόεις (Ιλ.); ἀμπελών m. vineyard (Aeschin. 2, 156 v.l.; ἀμπελίων m. name of an unknown bird (Dionys. Av., s. Thompson Birds s. v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cannot be explained from IE; generally considered as a substratum word. - On pre-Rom. *ampua s. Hubschmid Zeitschr. f. rom. Phil. 66, 15ff.
Middle Liddell
[Perh.from ἀμπί (aeolic for ἀμφί), ἕλιξ, from its clasping tendrils.]
a vine, Lat. vitis, Od., etc.
Frisk Etymology German
ἄμπελος: {ámpelos}
Grammar: f.
Meaning: Weinstock, Weinrebe (alt und häufig).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. Deminutiva: ἀμπέλιον (Ar., Hp.), ἀμπελίς (Ar.), auch Vogelname = ἀμπελίων, s. unten. Adjektiva: ἀμπελόεις rebenreich (ep.); ἀμπέλινος vom Weinstocke (Hdt., Arist., Plb. usw.), ἀμπελικός ib. (hell. und spät), ἀμπέλιος ib. (Ph., Ach. Tat.), ἀμπελώδης rebenreich (Poll., H.). ἀμπελῖτις (γῆ, χέρσος) Weinbau (Pap. usw., Redard Les noms grecs en -της 107f.) mit ἀμπελιτικός (Pap.). — Substantiva: ἀμπελών m. Weinberg (Alschin. 2, 156 v.l., hell. und spät), auch ἀμπελεών (Theok., AP), Demin. ἀμπελωνίδιον (Pap.); ἀμπελεία ib. (Inschr. Cherson., nach φυτεία). — ἀμπελίων m. Name eines unbekannten Vogels (Dionys. Av., s. Thompson Birds s. v.).
Etymology: Die Versuche, ἄμπελος aus dem Idg. oder dem Semit. zu erklären (s. Bq), sind erfolglos geblieben. Ohne Zweifel ist ἄμπελος ein mediterranes Kulturwort. — Über vorrom. *ampua und dessen eventuelle Beziehungen zu ἄμπελος s. Hubschmid Zeitschr. f. rom. Phil. 66, 15ff.
Page 1,95
Chinese
原文音譯:¥mpeloj 暗胚羅士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:葡萄樹 相當於: (גֶּפֶן)
字義溯源:葡萄樹*,葡萄;或由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ἅλων)=打穀場*)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X=環繞*)。主耶穌就是神應許亞伯拉罕,要使地上萬族得褔的那一個後裔( 創12:3; 加3:16)。現在,主耶穌說,我是葡萄樹,你們是枝子,乃是他要使地上萬族得褔過程的開始,條件乃是常在他裏面,被栽培的父修理乾淨( 約18:1-8)
同源字:1) (ἄμπελος)葡萄樹 2) (ἀμπελουργός)園丁 3) (ἀμπελών)葡萄
出現次數:總共(9);太(1);可(1);路(1);約(3);雅(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 葡萄樹(5) 約15:1; 約15:4; 約15:5; 雅3:12; 啓14:18;
2) 葡萄(4) 太26:29; 可14:25; 路22:18; 啓14:19
Mantoulidis Etymological
(=κλῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τήν πρόθεση ἀμφί + ρίζα ελτοῦ ἑλίσσω.
Translations
vine
Armenian: որթատունկ, որթ; Middle Armenian: տոլի; Catalan: vinya; Chichewa: mpesa; Chinese Mandarin: 藤; Czech: víno, vinná réva; Dalmatian: vaita; Dutch: wijnstok; Esperanto: vito, vinberujo; Estonian: viinapuu; Finnish: viiniköynnös; French: vigne; Friulian: vît; Galician: vide, videira, cepa, viña, pé; Georgian: ვაზი; German: Rebe, Weinrebe, Weinstock; Greek: άμπελος; Ancient Greek: ἄμπελος; Hebrew: גפן; Ido: vito; Irish: fíniúin; Istriot: veîda; Italian: vite, vitigno; Japanese: 蔓; Korean: 덩굴, 넝쿨; Latin: vitis, vinea; Lithuanian: vynmedis; Middle English: vine, vine-tre; Norman: vîngne; Occitan: vinha; Old English: wīntrēow; Persian: رز, انگور; Polish: winorośl; Portuguese: videira, parreira, vinha; Romanian: viță, viță de vie; Russian: виноградная лоза, лоза; Sardinian: vide, bide; Sicilian: viti; Spanish: vid; Swahili: mzabibu; Tagalog: baging; Telugu: తీగ; Thai: องุ่น; Ugaritic: 𐎂𐎔𐎐; Venetian: vida, vide, végna
Arabic: جَفْنَة, كَرْمَة, دَالِيَة; Aramaic Classical Syriac: ܓܦܬܐ, ܕܠܝܬܐ; Armenian: խաղողի որթ, վազ, խաղող, որթ; Asturian: uvar; Bulgarian: лоза; Burmese: စပျစ်ပင်; Catalan: parra, vinya; Chichewa: mpesa; Chinese Mandarin: 葡萄藤; Classical Nahuatl: xocomecatl; Cornish: gwinbren; Czech: vinná réva; Danish: vinstok; Dutch: wijnstok, wijnrank; Esperanto: vito, vinberujo, vinberarbo; Finnish: viiniköynnös; French: vigne; Galician: vide; Georgian: ვაზი; German: Weinstock, Rebstock; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌽𐌰𐍄𐍂𐌹𐌿; Greek: κλήμα, αμπέλι, άμπελος; Ancient Greek: ἄμπελος; Hebrew: גֶּפֶן; Icelandic: vínviður; Ido: vito; Interlingua: vite; Italian: vite; Japanese: 葡萄の蔓; Korean: 포도 덩굴; Kurdish Central Kurdish: مێو; Northern Kurdish: mêw; Latin: vinea; Lithuanian: vynuogenojas; Macedonian: лоза; Manchu: ᡴᡠᠪᡠᡵᡥᡝᠨ; Manx: billey feeyn, billey feeyney; Maori: aka wāina; Norwegian Bokmål: vinranke; Nynorsk: vinranke; Ottoman Turkish: آصمه, رز; Persian: تاک, مو, رز; Polish: winorośl; Portuguese: videira, parreira; Romanian: viță de vie; Russian: виноград, виноградная лоза; Serbo-Croatian: vinova loza; Spanish: vid, parra; Swahili: mzabibu; Swedish: vinranka; Turkish: üzüm asması; Vietnamese: cây nho; Welsh: gwinwydden; Zazaki: mew
vineyard
Abkhaz: аӡахәаҭра; Afrikaans: wingerd; Aghwan: 𐕄𐕒𐕡𐔱; Albanian: vresht, vnesht; Arabic: كَرْم; Egyptian Arabic: كرم; Aramaic Hebrew: כַּרְמָא; Syriac: ܟܪܡܐ; Armenian: խաղողի այգի, այգի; Aromanian: ayinji, yinji; Asturian: viña, viñéu; Basque: mahasti sg; Belarusian: вінаграднік; Bulgarian: лозе; Catalan: vinya; Chinese Mandarin: 葡萄園, 葡萄园; Classical Nahuatl: xocomecamīllah; Czech: vinohrad, vinice; Dalmatian: venja; Danish: vingård; Dutch: wijngaard, wijnberg; Esperanto: vitejo; Ewe: weingble; Faroese: víngarður; Finnish: viinitarha; French: vignoble, vigne; Friulian: vignâl, vigne; Galician: viña, viñedo; Georgian: ვენახი; German: Weinberg, Weingarten; Old High German: wíngart; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌽𐌰𐌲𐌰𐍂𐌳𐍃; Greek: αμπέλι; Ancient Greek: ἀμπελών, ἀμπελεών, ἄμπελος, ἀμπέλιον, ἀμπελωνίδιον, οἰνόπεδον; Hebrew: כֶּרֶם; Hungarian: szőlőskert, szőlő; Icelandic: víngarður; Ido: viteyo, vit-agro; Indonesian: kebun anggur; Interlingua: vinia; Irish: fíonghort; Italian: vigna, vigneto; Japanese: 葡萄園, 葡萄畑; Kazakh: жүзімдік, жүзім алқабы; Korean: 포도원(葡萄園), 포도밭; Kurdish Central Kurdish: ڕەز; Northern Kurdish: rez, rez; Latin: vinetum, vinea; Latvian: vīna dārzs; Luxembourgish: Wéngert; Macedonian: лозје; Maori: māra wāina; Middle English: vyneȝerd, vine, vyner; Norwegian: vingård, vinplantasje; Occitan: vinha; Old English: wīngeard; Old Saxon: wíngardo; Ottoman Turkish: باغ; Persian: تاکستان; Plautdietsch: Wiengoaden; Polish: winnica; Portuguese: vinhedo, vinha; Romanian: vie; Russian: виноградник; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝногра̄д; Roman: vìnogrād; Sicilian: vigna; Slovak: vinohrad, vinica; Slovene: vinograd; Spanish: viñedo, viña; Swedish: vingård; Tagalog: ubasan, binya; Turkish: üzüm bağı, bağ; Ugaritic: 𐎋𐎗𐎎; Ukrainian: виноградник; Uyghur: باراڭ; Venetian: végna; Volapük: vitidagad; Walloon: vignoûle; Welsh: gwinllan; West Frisian: wyngerd; Yiddish: ווײַנגאָרטן
Lexicon Thucydideum
vitis, vine, 4.90.2, 4.100.3, [collective in utroque loco. collectively in both places.]