greed
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English > Greek (Woodhouse)
substantive
gluttony: P. ὀψοφαγία, ἡ, γαστριμαργία, ἡ, λιχνεία, ἡ, λαιμαργία, ἡ, V. τὸ μάργον.
insatiability: P. and V. ἀπληστία, ἡ.
taking more than one's share: P. πλεονεξία, ἡ.
greed of money: P. φιλοχρηματία, ἡ, P. and V. αἰσχοκερδεια, ἡ.