λαιμαργία

English (LSJ)

ἡ, gluttony, Pl.R. 619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.

German (Pape)

[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.

Russian (Dvoretsky)

λαιμαργία:прожорливость, ненасытность, жадность (ἡδονῆς Plat.; περὶ τὴν τροφήν Arst.; λ. καὶ φιληδονία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.

Greek Monolingual

η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.

Greek Monotonic

λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λαιμαργία, ἡ,
gluttony, Plat. [from λαίμαργος

Translations

gluttony

Arabic: نَهَم‎, شَرَه‎, شَرَاهَة‎, بِطْنَة‎; Armenian: որկրամոլություն, շատակերություն; Belarusian: абжорства; Bulgarian: лакомия, ненаситност, чревоугодие; Catalan: gola; Cebuano: kahakog; Chinese Mandarin: 暴食; Czech: obžerství, nenasytnost; Danish: fråseri; Dutch: vraatzucht; Esperanto: glutemeco; Estonian: aplus, ahnus; Finnish: ylensyönti, mässäily, vatsanpalvonta; French: gourmandise, gloutonnerie; Galician: gargantoice, lurpiña; Georgian: ნაყროვნება, მსუნაგობა, გაუმაძღრობა, ღორმუცელობა, სიწუწკე; German: Völlerei, Fresssucht, Gefräßigkeit; Greek: λαιμαργία; Ancient Greek: ἀδηφαγία, γαστήρ, γαστριμαργία, γαστρὸς βορά, λαιμαργία, λαφυγμός, λειξοῦρα, λιχνεία, μαργοσύνη, μαργότης, μοργία, ὀψοφαγία, πολυδαισία, τενθεία, τὸ μάργον; Hungarian: torkosság, falánkság; Ilocano: buklaw; Irish: craos; Italian: gola, ghiottoneria; Japanese: 暴食, 健啖, 大食い; Kazakh: жемқорлық; Korean: 대식(大食), 폭식(暴食); Latin: gula; Macedonian: ненаситност; Nahuatl: xixicuiyotl; Persian: پرخوری‎, ژرد‎; Polish: obżarstwo, łakomstwo, żarłoczność; Portuguese: gula, gulodice, gulosice; Romanian: voracitate, lăcomie; Russian: чревоугодие, обжорство, прожорливость; Scottish Gaelic: craos; Serbo-Croatian Roman: proždrljivost, prežderavanje, neumjerenost, neumerenost, crevougodstvo; Slovak: obžerstvo, nenajedenosť, nenásytnosť; Slovene: požrešnost, nenasitnost, lakomnost; Spanish: gula, glotonería; Swahili: ulafi; Swedish: frosseri; Tagalog: katakawan; Thai: ตะกละ; Turkish: oburluk; Ukrainian: обжерливість, ненажерливість, обжерство; Welsh: glythineb