inexpedient
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἀσύμφορος, ἀνόνητος, ἀνωφελής, P. ἀλυσιτελής, ἀνεπιτήδειος.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
P. and V. ἀσύμφορος, ἀνόνητος, ἀνωφελής, P. ἀλυσιτελής, ἀνεπιτήδειος.